Η λέξη "especial" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή (IPA): /espeˈθial/ (στην ισπανική προφορά που χρησιμοποιείται στην Ισπανία) ή /espeˈʃal/ (στην προφορά που χρησιμοποιείται στη Λατινική Αμερική).
Η λέξη "especial" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι διαφορετικό ή ιδιαίτερο σε σχέση με άλλα. Στη γλώσσα των Ισπανών, η χρήση της μπορεί να γίνει σε ποικίλες περιστάσεις, είτε σε καθημερινές συνομιλίες είτε σε γραπτές μορφές. Αυτή η λέξη είναι σχετικά συχνή, χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά συναντάται και σε γραπτό πλαίσιο.
El regalo que me diste es especial.
(Το δώρο που μου έδωσες είναι ιδιαίτερο.)
Él tiene un talento especial para la música.
(Έχει ένα ξεχωριστό ταλέντο στη μουσική.)
Estamos organizando un evento especial para todos.
(Οργανώνουμε μια ιδιαίτερη εκδήλωση για όλους.)
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "especial" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Un trato especial.
(Μια ξεχωριστή μεταχείριση.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια καλύτερη ή προνομιακή μεταχείριση.
Una ocasión especial.
(Μια ιδιαίτερη περίσταση.)
Αναφέρεται σε μια σημαντική ή γιορτινή στιγμή.
Hacer algo de forma especial.
(Να κάνω κάτι με ιδιαίτερο τρόπο.)
Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να τονίσουμε την μοναδικότητα ή τη σημασία μιας ενέργειας.
Tener un día especial.
(Να έχω μια ξεχωριστή μέρα.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια μέρα που έχει ιδιαίτερη σημασία.
Η λέξη "especial" προέρχεται από το λατινικό "specialis", που σημαίνει "ξεχωριστός", "ιδιαίτερος". Από την προέλευση αυτή, η λέξη έχει διατηρήσει τη σημασία της.
Συνώνυμα: - Singular (μοναδικός) - Particular (συγκεκριμένος)
Αντώνυμα: - Común (κοινός) - Ordinario (καθημερινός)