Η λέξη "especialista" είναι επίθετο και ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /espeθiˈalist.a/
Η λέξη "especialista" αναφέρεται σε κάποιον που έχει ειδικές γνώσεις ή επαγγελματική κατάρτιση σε ένα συγκεκριμένο τομέα ή κλάδο. Χρησιμοποιείται συχνά σε επαγγελματικά και ακαδημαϊκά συμφραζόμενα. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και προφορικά.
Ο γιατρός είναι ειδικός στην καρδιολογία.
Necesitamos consultar a un especialista para este problema técnico.
Πρέπει να συμβουλευτούμε έναν ειδικό για αυτό το τεχνικό πρόβλημα.
Van a contratar a un especialista en marketing digital.
Η λέξη "especialista" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Αυτή η προσωπικότητα είναι ειδικός στο θέμα της εκπαίδευσης.
Buscar la ayuda de un especialista
Είναι σκόπιμο να ζητήσετε τη βοήθεια ενός ειδικού όταν αντιμετωπίζετε πολύπλοκα προβλήματα.
Considerar a un especialista
Λαμβάνω υπόψη μου έναν ειδικό πριν πάρω μια σημαντική απόφαση.
Tomar consejo de un especialista
Η λέξη "especialista" προέρχεται από το ισπανικό "especial", που σημαίνει "ειδικός", και το ελληνικό "ιστής", που σημαίνει "αυτός που ειδικεύεται σε κάτι".
Συνώνυμα: - Experto (έμπειρος) - Técnico (τεχνικός) - Especializado (ειδικευμένος)
Αντώνυμα: - Novato (άπειρος) - Generalista (γενικός) - Amador (ερασιτέχνης)