espectador - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

espectador (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

espectador είναι ουσιαστικό στην ισπανική γλώσσα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /es.pek.taˈðoɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη espectador αναφέρεται σε κάποιον που παρακολουθεί μια εκδήλωση, όπως θεατρική παράσταση, ταινία ή αθλητικό γεγονός. Χρησιμοποιείται σε γενικότερα πλαίσια όπου υπάρχει η δράση της παρακολούθησης ή της παρατήρησης. Στα ισπανικά, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, αν και ενδέχεται να είναι πιο συνηθισμένη σε επίσημες περιγραφές.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El espectador aplaudió al final de la obra.
  2. Ο θεατής χειροκρότησε στο τέλος της παράστασης.

  3. Muchos espectadores asistieron al estreno de la película.

  4. Πολλοί θεατές παρακολούθησαν την πρεμιέρα της ταινίας.

  5. El espectador se sintió emocionado por la actuación.

  6. Ο θεατής ένιωσε συγκινημένος από την απόδοση.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη espectador χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές φράσεις που περιγράφουν την εμπειρία ή την αντίληψη του θεατή:

  1. Ser un espectador pasivo.
  2. Να είσαι παθητικός θεατής. (να παρακολουθείς χωρίς να συμμετέχεις ενεργά)

  3. El espectador tiene derecho a opinar.

  4. Ο θεατής έχει δικαίωμα να εκφράσει γνώμη.

  5. Un espectador atento capta todos los detalles.

  6. Ένας προσεκτικός θεατής πιάνει όλες τις λεπτομέρειες.

  7. En el cine, el espectador vive una experiencia única.

  8. Σινεμά, ο θεατής ζει μια μοναδική εμπειρία.

  9. Un buen espectador sabe apreciar el arte.

  10. Ένας καλός θεατής ξέρει να εκτιμά την τέχνη.

Ετυμολογία

Η λέξη espectador προέρχεται από τη λατινική λέξη spectator, που σημαίνει "ο άνθρωπος που κοιτάζει". Η ρίζα είναι το specere, που σημαίνει "να κοιτάς" ή "να παρακολουθείς".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - observador (παρατηρητής) - testigo (μάρτυρας)

Αντώνυμα: - participante (συμμετέχων) - actor (ηθοποιός, αν μιλήσουμε για σκηνικές ή κινηματογραφικές παραστάσεις)



23-07-2024