espectador είναι ουσιαστικό στην ισπανική γλώσσα.
Φωνητική μεταγραφή: /es.pek.taˈðoɾ/
Η λέξη espectador αναφέρεται σε κάποιον που παρακολουθεί μια εκδήλωση, όπως θεατρική παράσταση, ταινία ή αθλητικό γεγονός. Χρησιμοποιείται σε γενικότερα πλαίσια όπου υπάρχει η δράση της παρακολούθησης ή της παρατήρησης. Στα ισπανικά, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, αν και ενδέχεται να είναι πιο συνηθισμένη σε επίσημες περιγραφές.
Ο θεατής χειροκρότησε στο τέλος της παράστασης.
Muchos espectadores asistieron al estreno de la película.
Πολλοί θεατές παρακολούθησαν την πρεμιέρα της ταινίας.
El espectador se sintió emocionado por la actuación.
Η λέξη espectador χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές φράσεις που περιγράφουν την εμπειρία ή την αντίληψη του θεατή:
Να είσαι παθητικός θεατής. (να παρακολουθείς χωρίς να συμμετέχεις ενεργά)
El espectador tiene derecho a opinar.
Ο θεατής έχει δικαίωμα να εκφράσει γνώμη.
Un espectador atento capta todos los detalles.
Ένας προσεκτικός θεατής πιάνει όλες τις λεπτομέρειες.
En el cine, el espectador vive una experiencia única.
Σινεμά, ο θεατής ζει μια μοναδική εμπειρία.
Un buen espectador sabe apreciar el arte.
Η λέξη espectador προέρχεται από τη λατινική λέξη spectator, που σημαίνει "ο άνθρωπος που κοιτάζει". Η ρίζα είναι το specere, που σημαίνει "να κοιτάς" ή "να παρακολουθείς".
Συνώνυμα: - observador (παρατηρητής) - testigo (μάρτυρας)
Αντώνυμα: - participante (συμμετέχων) - actor (ηθοποιός, αν μιλήσουμε για σκηνικές ή κινηματογραφικές παραστάσεις)