Η λέξη "especular" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή (IPA): /espeˈkulaɾ/
Η λέξη "especular" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά με τις εξής σημασίες:
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "especular" είναι μέτρια, χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε οικονομικά και νομικά κείμενα.
Los expertos especulan sobre el futuro del mercado inmobiliario.
(Οι ειδικοί σκέφτονται για το μέλλον της αγοράς ακινήτων.)
Ella siempre especula acerca de las razones detrás de las decisiones.
(Αυτή πάντα αναρωτιέται τις αιτίες πίσω από τις αποφάσεις.)
Los inversores tienden a especular sobre las acciones de las empresas tecnológicas.
(Οι επενδυτές τείνουν να συνυπολογίζουν τις μετοχές των τεχνολογικών εταιρειών.)
Η λέξη "especular" δεν είναι πολύ κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρεθεί σε κάποιες οικονομικές ή αναλυτικές φράσεις:
Especular sobre el futuro.
(Να γίνονται υποθέσεις για το μέλλον.)
Especular sin fundamento.
(Να κάνεις υποθέσεις χωρίς βάση.)
Especular en el mercado.
(Να κάνεις κερδοσκοπίες στην αγορά.)
No es bueno especular sin pruebas.
(Δεν είναι καλό να κάνεις υποθέσεις χωρίς αποδείξεις.)
Especular puede llevar a decisiones erróneas.
(Η κερδοσκοπία μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένες αποφάσεις.)
Η λέξη "especular" προέρχεται από το λατινικό "speculari", το οποίο σημαίνει "να κοιτάς" ή "να παρατηρείς".
Συνώνυμα: - Reflexionar (στον αισθητικό και φιλοσοφικό τομέα) - Suponer (να υποθέσεις)
Αντώνυμα: - Confirmar (να επιβεβαιώσεις) - Afirmar (να δηλώσεις)