Το "esperma" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /esˈpeɾ.ma/
Η λέξη "esperma" αναφέρεται στο βιολογικό υλικό που περιέχει τα σπερματοζωάρια και χρησιμοποιείται κυρίως στη φαρμακευτική και ιατρική επιστήμη για να δηλώσει το αρσενικό αναπαραγωγικό υγρό των ζώων και των ανθρώπων. Χρησιμοποιείται ευρέως σε επιστημονικά και ιατρικά κείμενα, σε προφορικό και γραπτό λόγο.
En el laboratorio estudiamos el esperma de diferentes especies.
Στο εργαστήριο μελετάμε το σπέρμα διαφόρων ειδών.
El esperma humano puede ser analizado para determinar la fertilidad.
Το ανθρώπινο σπέρμα μπορεί να αναλυθεί για να καθοριστεί η γονιμότητα.
Es importante mantener la calidad del esperma en los tratamientos de fertilidad.
Είναι σημαντικό να διατηρείται η ποιότητα του σπέρματος στις θεραπείες γονιμότητας.
Η λέξη "esperma" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά, ωστόσο μπορεί να εμφανίζεται σε συγκεκριμένα πλαίσια επιστημονικής ή καθημερινής συζήτησης. Ακολουθούν παραδείγματα:
Los tratamientos de fertilidad dependen mucho de la calidad del esperma.
Οι θεραπείες γονιμότητας εξαρτώνται πολύ από την ποιότητα του σπέρματος.
El esperma puede ser congelado para su uso futuro en inseminación.
Το σπέρμα μπορεί να καταψυχθεί για μελλοντική χρήση στη σπερματέγχυση.
El análisis del esperma es fundamental para evaluar la salud reproductiva.
Η ανάλυση του σπέρματος είναι θεμελιώδους σημασίας για την αξιολόγηση της αναπαραγωγικής υγείας.
La producción de esperma puede verse afectada por diversos factores, incluidos el estrés y la dieta.
Η παραγωγή σπέρματος μπορεί να επηρεαστεί από διάφορους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένου του άγχους και της διατροφής.
Η λέξη "esperma" προέρχεται από το ελληνικό "σπέρμα" (spérma), που σημαίνει "σπέρμα" ή "υγρό που περιέχει τα σπερματοζωάρια".
Συνώνυμα:
- semen (η πιο γενική λέξη για το σπέρμα)
Αντώνυμα:
Δεν υπάρχουν ακριβή αντώνυμα για τη λέξη "esperma", καθώς αναφέρεται σε βιολογικό υλικό και δεν υπάρχει αντίθετο στο συγκεκριμένο πλαίσιο.