Η λέξη "espesor" είναι ουσιαστικό.
/espeˈsoɾ/
Η λέξη "espesor" αναφέρεται στο μέγεθος, το πλάτος ή την απόσταση ανάμεσα σε δύο επιφάνειες. Χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικά και γενικά συμφραζόμενα, κυρίως για να περιγράψει το πάχος αντικειμένων όπως τοίχοι, υλικά, ή οποιαδήποτε άλλη επιφάνεια. Είναι ένα κοινώς χρησιμοποιούμενο ουσιαστικό και χρησιμοποιείται συχνά τόσο σε γραπτό όσο και σε προφορικό λόγο.
Το πάχος του τοίχου είναι 20 εκατοστά.
¿Cuál es el espesor del cristal?
Η λέξη "espesor" δεν είναι συχνά μέρος καθαρά ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να σχηματίσει φράσεις με νόημα. Εδώ είναι μερικές προτάσεις:
Το πάχος της ομίχλης έκανε δύσκολη την ορατότητα.
Se mide el espesor de la capa de pintura.
Μετράται το πάχος της στρώσης χρώματος.
El espesor del libro indica cuántas páginas tiene.
Η λέξη "espesor" προέρχεται από το λατινικό "spissura", που σημαίνει "παχύ" ή "που έχει όγκο".
Συνώνυμα: - Grosor - Densidad
Αντώνυμα: - Delgadez - Finura