Η λέξη "espinaca" είναι ένα ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "espinaca" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι [es.piˈna.ka].
Η λέξη "espinaca" αναφέρεται στο φυτό σπανάκι, το οποίο είναι γνωστό για την υψηλή θρεπτική του αξία, κυρίως λόγω των βιταμινών και των μετάλλων του. Στην ισπανική γλώσσα, η "espinaca" χρησιμοποιείται κυρίως σε γαστρονομικό και διατροφικό πλαίσιο. Η χρήση της είναι συχνή και στο προφορικό και στο γραπτό λόγο, ιδίως σε συνταγές και διατροφικές αναφορές.
Me gusta comer espinaca en ensaladas.
Μου αρέσει να τρώω σπανάκι σε σαλάτες.
La espinaca es rica en hierro y vitaminas.
Το σπανάκι είναι πλούσιο σε σίδηρο και βιταμίνες.
Η λέξη "espinaca" δεν χρίζει ιδιαίτερης χρήσης σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μεταφορές που σχετίζονται με υγεία και ευεξία. Ακολουθούν ορισμένες προτάσεις:
Comer espinaca es bueno para la salud.
Το να τρως σπανάκι είναι καλό για την υγεία.
Para tener fuerza, es importante incluir espinaca en tu dieta.
Για να έχεις δύναμη, είναι σημαντικό να συμπεριλάβεις το σπανάκι στη διατροφή σου.
La espinaca puede ayudar a aumentar la energía.
Το σπανάκι μπορεί να βοηθήσει στην αύξηση της ενέργειας.
Η λέξη "espinaca" προέρχεται από το αραβικό "اسفناخ" (asfanaj), το οποίο σημαίνει σπανάκι.
Ninguno (η λέξη "espinaca" δεν έχει άμεσους φυσικούς συνώνυμους, αλλά μπορεί να υπάρχουν παραλλαγές σε τοπικές διαλέκτους).
Αντώνυμα:
Αυτή είναι η πλήρης πληροφόρηση για τη λέξη "espinaca".