espiritual - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

espiritual (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

"espiritual" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "espiritual" χρησιμοποιώντας το Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο είναι: /es.pi.ɾi.twal/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "espiritual" αναφέρεται σε οτιδήποτε σχετίζεται με το πνεύμα, την ψυχή ή τις πνευματικές πεποιθήσεις, συχνά με την έννοια του θρησκευτικού ή του μεταφυσικού. Χρησιμοποιείται ευρέως και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αν και η παρουσία της μπορεί να είναι πιο έντονη σε φιλοσοφικά ή θρησκευτικά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Yo busco un camino espiritual para mi vida.
  2. Ψάχνω έναν πνευματικό δρόμο για τη ζωή μου.

  3. La meditación es una práctica espiritual muy beneficiosa.

  4. Ο διαλογισμός είναι μια πολύ ωφέλιμη πνευματική πρακτική.

  5. Las enseñanzas espirituales pueden guiarnos hacia la paz interior.

  6. Οι πνευματικές διδασκαλίες μπορούν να μας καθοδηγήσουν προς την εσωτερική ειρήνη.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "espiritual" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:

  1. Conexión espiritual.
  2. Πνευματική σύνδεση.
  3. Es importante cultivar una conexión espiritual con uno mismo.
  4. Είναι σημαντικό να αναπτύξουμε μια πνευματική σύνδεση με τον εαυτό μας.

  5. Desarrollo espiritual.

  6. Πνευματική ανάπτυξη.
  7. La meditación ayuda en el desarrollo espiritual personal.
  8. Ο διαλογισμός βοηθά στην προσωπική πνευματική ανάπτυξη.

  9. Búsqueda espiritual.

  10. Πνευματική αναζήτηση.
  11. Muchas personas embarcan en una búsqueda espiritual a lo largo de sus vidas.
  12. Πολλοί άνθρωποι αρχίζουν μια πνευματική αναζήτηση κατά τη διάρκεια της ζωής τους.

  13. Vida espiritual.

  14. Πνευματική ζωή.
  15. Una vida espiritual rica puede ofrecer gran satisfacción.
  16. Μια πλούσια πνευματική ζωή μπορεί να προσφέρει μεγάλη ικανοποίηση.

Ετυμολογία

Η λέξη "espiritual" προέρχεται από το λατινικό "spiritualis", που σημαίνει "που σχετίζεται με το πνεύμα" και πηγαίνει πίσω στον όρο "spiritus", που σημαίνει "πνεύμα".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα - pletórico (πνευματικός) - místico (μυστηριώδης)

Αντώνυμα - material (υλικός) - corporal (σωματικός)



22-07-2024