Το "espita" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "espita" με τη χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA) είναι: /esˈpita/
Η λέξη "espita" αναφέρεται κυρίως σε μια συσκευή ή εξάρτημα που λειτουργεί ως βίδα ή κοχλίας, χρησιμοποιούμενη για τη σύνδεση ή τη στερέωση δύο ή περισσότερων αντικειμένων. Είναι μια πιο ειδική τεχνική ορολογία και συναντάται κυρίως σε βιομηχανικά ή τεχνικά συμφραζόμενα.
Η χρήση της είναι αρκετά συχνή, αν και περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε οδηγίες ή κατασκευαστικά εγχειρίδια, παρά στον προφορικό λόγο.
La espita es fundamental para asegurar las piezas en la maquinaria.
(Η βίδα είναι θεμελιώδης για να διασφαλίσει τα κομμάτια στη μηχανή.)
Necesitamos comprar espitas nuevas para el proyecto de construcción.
(Χρειαζόμαστε να αγοράσουμε καινούργιες βίδες για το κατασκευαστικό έργο.)
Η λέξη "espita" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς η σημασία της περιορίζεται πιο πολύ σε συγκεκριμένες τεχνικές χρήσεις. Ωστόσο, μπορεί να βρείτε την έννοια της "συνδεσιμότητας" ή "σταθερότητας" σε πιο γενικούς όρους:
Ajustar la espita de la situación.
(Ρυθμίζω την κατάσταση.)
(Σημαίνει ότι προσαρμόζετε κάτι για να είναι πιο σταθερό ή αξιόπιστο.)
No puedes dejar la espita suelta.
(Δεν μπορείς να αφήσεις τη βίδα χαλαρή.)
(Σημαίνει ότι πρέπει να επιβεβαιώσεις ότι όλα είναι ασφαλή και τακτοποιημένα.)
Η λέξη "espita" προέρχεται από το αρχαίο ισπανικό "espitar", το οποίο σχετίζεται με τις συνδέσεις που χρησιμοποιούν κοχλίες και βίδες.
perno (κοχλίας)
Αντώνυμα:
Αυτές οι πληροφορίες συνθέτουν μια πλήρη εικόνα για τη λέξη "espita" στα Ισπανικά.