Το "espolear" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /es.poˈle.aɾ/
Η λέξη "espolear" προέρχεται από τη χρήση του όρου που περιγράφει την δράση του να ενθαρρύνει ή να παρακινεί ένα άτομο ή ένα ζώο, συνήθως με την έννοια της προώθησης κάποιας ενέργειας ή δράσης. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται κυρίως σε επικοινωνιακά και γραπτά κείμενα, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο. Η συχνότητα χρήσης του είναι μέτρια, καθώς δεν είναι καθημερινός όρος.
Παραδείγματα:
- Espolear a los estudiantes para que estudien más.
(Να ενθαρρύνω τους μαθητές να μελετήσουν περισσότερο.)
Η λέξη "espolear" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Espolear el ánimo.
(Να ενθαρρύνουμε το ηθικό.)
Παράδειγμα: El discurso del líder espoleó el ánimo de los trabajadores.
(Η ομιλία του ηγέτη ενθάρρυνε το ηθικό των εργαζομένων.)
Espolear a alguien a la acción.
(Να παρακινήσουμε κάποιον να δράσει.)
Παράδειγμα: Esperamos que el documental espolee a la gente a actuar.
(Ελπίζουμε ότι το ντοκιμαντέρ θα παρακινήσει τους ανθρώπους να δράσουν.)
Espolear la creatividad.
(Να ενθαρρύνουμε τη δημιουργικότητα.)
Παράδειγμα: Los nuevos proyectos espolearon la creatividad del equipo.
(Τα νέα έργα ενθάρρυναν τη δημιουργικότητα της ομάδας.)
Η λέξη "espolear" προέρχεται από την Ισπανική γλώσσα, πιθανώς συνδυάζοντας την ρίζα "spola" που αναφέρεται σε κάτι που προωθεί ή ενθαρρύνει, συσχετιζόμενη με την εικόνα του να αγωνιστεί ή να μειώσει την καθυστέρηση.
Συνώνυμα: - Animar - Motivar - Incitar
Αντώνυμα: - Desanimar - Desincentivar - Desalentar