espoleta: ουσιαστικό
/es.poˈle.ta/
Η λέξη "espoleta" αναφέρεται σε ένα εξάρτημα που ενεργοποιεί την έκρηξη ενός εκρηκτικού μηχανισμού. Χρησιμοποιείται συχνά σε στρατιωτικά και τεχνικά συμφραζόμενα, κυρίως στην περιγραφή όπλων ή εκρηκτικών.
Η χρήση της είναι πιο κοινή σε γραπτά κείμενα ή τεχνικές αναφορές, αν και είναι μια λέξη που μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο από ειδικούς ή σε συζητήσεις που σχετίζονται με τη στρατιωτική τεχνολογία.
Ο εκρηκτικός μηχανισμός ενεργοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της πρόσκρουσης.
Es importante revisar la espoleta antes de operar el dispositivo.
Είναι σημαντικό να ελέγξετε τον εκρηκτικό μηχανισμό πριν από τη χρήση της συσκευής.
El diseño de la espoleta es crucial para la seguridad del arma.
Η λέξη "espoleta" δεν φαίνεται να είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις στην καθομιλουμένη ισπανική γλώσσα, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε πιο εξειδικευμένα συμφραζόμενα. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες προτάσεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν:
Η κακή διαχείριση του εκρηκτικού μηχανισμού ήταν η αιτία του ατυχήματος.
Los expertos inspectan cada espoleta antes de un lanzamiento.
Οι ειδικοί ελέγχουν κάθε εκρηκτικό μηχανισμό πριν από μια εκτόξευση.
La espoleta de seguridad debe desactivarse con precaución.
Η λέξη "espoleta" προέρχεται από το ισπανικό ρήμα "espoletar", που σημαίνει "να πυροδοτήσει". Η ρίζα της λέξης σχετίζεται με την έννοια της ενεργοποίησης ή εκκίνησης μιας έκρηξης.
Συνώνυμα: - disparador - fuego
Αντώνυμα: - extintor - apagador