Η λέξη "esponja" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /esˈpoŋxa/
Η λέξη "esponja" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - σφουγγάρι
Η λέξη "esponja" αναφέρεται σε ένα μαλακό και πορώδες υλικό που είναι ικανό να απορροφά υγρά. Χρησιμοποιείται σε διάφορες περιοχές, όπως η καθαριότητα, η ναυτιλία και η ιατρική. Στη γλώσσα των Ισπανών, η λέξη "esponja" χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με καλή συχνότητα σε καθημερινές συνομιλίες.
Το σφουγγάρι χρησιμοποιείται για να καθαρίζει το τραπέζι.
La esponja marina tiene propiedades curativas.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που μαθαίνει γρήγορα ή απορροφά γνώσεις.
Echar una esponja.
Δείχνει ότι κάποιος παραιτείται ή αποδέχεται την ήττα.
Saber mucho, como una esponja.
Αναφέρεται σε ανθρώπους με μεγάλη γνώση ή με περιέργεια για την εκμάθηση.
Absorber información como una esponja.
Η λέξη "esponja" προέρχεται από το ελληνικό "σφόγγος" (spongos), που αναφέρεται στο φυσικό σφουγγάρι. Η λέξη πέρασε από τα Λατινικά (spongia) και ενσωματώθηκε στις Ρομανικές γλώσσες.
Συνώνυμα: - Sponja (επιστημονικός όρος)
Αντώνυμα: - (Δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα για την έννοια του σφουγγαριού, αλλά μπορεί να θεωρηθεί η κατάσταση "ξηρού" ή "σφιχτού" υλικού)