Η λέξη "esposa" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: [esˈposa]
Η λέξη "esposa" σημαίνει τη γυναίκα του οποίου κάποιος είναι παντρεμένος. Στην ισπανική γλώσσα χρησιμοποιείται ευρέως στον προφορικό και γραπτό λόγο, και είναι κοινώς αναγνωρίσιμη σε όλες τις ισπανόφωνες χώρες. Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή, καθώς αναφέρεται σε μια θεμελιώδη σχέση που αφορά την οικογένεια και το γάμο.
Esposa y madre, ella tiene muchas responsabilidades.
(Σύζυγος και μητέρα, έχει πολλές ευθύνες.)
Mi esposa y yo iremos de vacaciones la próxima semana.
(Η σύζυγός μου και εγώ θα πάμε διακοπές την επόμενη εβδομάδα.)
Η λέξη "esposa" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, οι οποίες αναφέρονται στη σχέση γάμου και σε πτυχές της οικογενειακής ζωής.
Dame un tiempo con mi esposa.
(Δώσε μου λίγο χρόνο με τη σύζυγό μου.)
La esposa de Juan es muy amable.
(Η σύζυγος του Χουάν είναι πολύ ευγενική.)
Ser la esposa de un político no es fácil.
(Να είσαι σύζυγος ενός πολιτικού δεν είναι εύκολο.)
Siempre apoyo a mi esposa en sus decisiones.
(Πάντα στηρίζω τη σύζυγό μου στις αποφάσεις της.)
La esposa ideal es aquella que respeta y apoya.
(Η ιδανική σύζυγος είναι αυτή που σέβεται και στηρίζει.)
Η λέξη "esposa" προέρχεται από το λατινικό "sponsa", που σημαίνει "υποψήφια σύζυγος". Η ρίζα της σχετίζεται με τη διαδικασία του γάμου και των δεσμών που συνδέουν τους συντρόφους.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "esposa" στην ισπανική γλώσσα.