Η λέξη "esposo" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "esposo" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /esˈposo/.
Η λέξη "esposo" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - σύζυγος (αρσενικό).
Η λέξη "esposo" σημαίνει τον σύζυγο σε έναν γάμο. Χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει τον άντρα που είναι παντρεμένος με μια γυναίκα. Είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη και στον προφορικό και στο γραπτό λόγο, με μία ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα στο γραπτό πλαίσιο.
Mi esposo y yo vamos de vacaciones.
(Ο σύζυγός μου κι εγώ πηγαίνουμε διακοπές.)
El esposo de María es muy trabajador.
(Ο σύζυγος της Μαρία είναι πολύ εργατικός.)
Η λέξη "esposo" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην Ισπανική γλώσσα.
El esposo ideal
(Ο ιδανικός σύζυγος.)
Esposo y esposa, unidos por siempre.
(Σύζυγος και σύζυγος, ενωμένοι για πάντα.)
Un esposo comprensivo es esencial.
(Ένας κατανοητικός σύζυγος είναι ουσιώδης.)
El esposo que no ayuda en casa, no es buen esposo.
(Ο σύζυγος που δεν βοηθά στο σπίτι, δεν είναι καλός σύζυγος.)
Mi esposo siempre me apoya en mis decisiones.
(Ο σύζυγός μου πάντα με υποστηρίζει στις αποφάσεις μου.)
Η λέξη "esposo" προέρχεται από το λατινικό "sponsus", το οποίο σημαίνει "υποσχόμενος" ή "γαμπρός".
compañero (σε κάποιες περιπτώσεις)
Αντώνυμα:
Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη παρουσίαση της λέξης "esposo" στα Ισπανικά.