"Espuma" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /esˈpuma/
Η λέξη "espuma" στα ισπανικά αναφέρεται σε έναν αφρό, συχνά υγρού που δημιουργείται όταν αέρας παγιδεύεται σε ένα υγρό, όπως σαπούνι, μπύρα, ή θαλασσινό νερό. Χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, από την καθημερινή ζωή έως την ιατρική και την επιστημονική ορολογία, υποδηλώνοντας ένα είδος φυσαλίδας που δημιουργείται από τη δράση του αέρα 또는 από χημικές αντιδράσεις. Η χρήση της είναι συχνή και μπορεί να παρατηρηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
La cerveza tiene mucha espuma.
(Η μπύρα έχει πολύ αφρό.)
Después del baño, quedé cubierto de espuma.
(Μετά το μπάνιο, έμεινα καλυμμένος με αφρό.)
Ejemplo: No hagas espuma por un pequeño error.
(Μην κάνεις φασαρία για ένα μικρό λάθος.)
Ejemplo: Las olas rompen en la costa dejando espuma de mar.
(Τα κύματα σπάνε στην ακτή αφήνοντας αφρό της θάλασσας.)
Ejemplo: Después del éxito, todos están en la espuma.
(Μετά την επιτυχία, όλοι είναι σε καλή θέση.)
Η λέξη "espuma" προέρχεται από τα λατινικά "spuma", το οποίο σημαίνει αφρός, και σχετίζεται με τις ιδιότητες του αφρού που έχει μια ελαφρώς διάφανη και ελαφριά υφή.
Συνώνυμα: - burbuja (φούσκα) - espuma de jabón (σαπουνάδα)
Αντώνυμα: - vacío (κενό) - solidez (συμπαγές)