espuma - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

espuma (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

"Espuma" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /esˈpuma/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "espuma" στα ισπανικά αναφέρεται σε έναν αφρό, συχνά υγρού που δημιουργείται όταν αέρας παγιδεύεται σε ένα υγρό, όπως σαπούνι, μπύρα, ή θαλασσινό νερό. Χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, από την καθημερινή ζωή έως την ιατρική και την επιστημονική ορολογία, υποδηλώνοντας ένα είδος φυσαλίδας που δημιουργείται από τη δράση του αέρα 또는 από χημικές αντιδράσεις. Η χρήση της είναι συχνή και μπορεί να παρατηρηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. La cerveza tiene mucha espuma.
    (Η μπύρα έχει πολύ αφρό.)

  2. Después del baño, quedé cubierto de espuma.
    (Μετά το μπάνιο, έμεινα καλυμμένος με αφρό.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

  1. Hacer espuma
  2. Significa crear un alboroto o problema de la nada.
  3. (Σημαίνει να δημιουργείς φασαρία ή πρόβλημα από το πουθενά.)

Ejemplo: No hagas espuma por un pequeño error.
(Μην κάνεις φασαρία για ένα μικρό λάθος.)

  1. Espuma de mar
  2. Se refiere a la espuma generada en el océano, a veces utilizada para describir belleza natural.
  3. (Αναφέρεται στον αφρό που δημιουργείται στον ωκεανό, μερικές φορές χρησιμοποιείται για να περιγράψει φυσική ομορφιά.)

Ejemplo: Las olas rompen en la costa dejando espuma de mar.
(Τα κύματα σπάνε στην ακτή αφήνοντας αφρό της θάλασσας.)

  1. Estar en la espuma
  2. Se refiere a estar en una situación destacada o favorable.
  3. (Αναφέρεται στο να βρίσκεσαι σε μια εξαίρετη ή ευνοϊκή κατάσταση.)

Ejemplo: Después del éxito, todos están en la espuma.
(Μετά την επιτυχία, όλοι είναι σε καλή θέση.)

Ετυμολογία

Η λέξη "espuma" προέρχεται από τα λατινικά "spuma", το οποίο σημαίνει αφρός, και σχετίζεται με τις ιδιότητες του αφρού που έχει μια ελαφρώς διάφανη και ελαφριά υφή.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - burbuja (φούσκα) - espuma de jabón (σαπουνάδα)

Αντώνυμα: - vacío (κενό) - solidez (συμπαγές)



22-07-2024