Ρήμα.
/eskɪˈleto/
Η λέξη "esqueleto" σημαίνει "σκελετός" στα Ισπανικά και αναφέρεται στο σύνολο των οστών που στηρίζει το σώμα των σπονδυλωτών. Χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο της ανατομίας, της ιατρικής και της βιολογίας. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η χρήση της είναι περισσότερο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε επιστημονικά κείμενα, αν και μπορεί να χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε εκπαιδευτικά περιβάλλοντα.
El esqueleto humano está formado por 206 huesos.
(Ο ανθρώπινος σκελετός απαρτίζεται από 206 οστά.)
Los paleontólogos estudiaron el esqueleto de un dinosaurio.
(Οι παλαιοντολόγοι μελέτησαν τον σκελετό ενός δεινόσαυρου.)
Η λέξη "esqueleto" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Tener un esqueleto en el armario
(Έχεις έναν σκελετό στην ντουλάπα) → Αναφέρεται σε ένα μυστικό ή σε κάτι ντροπιαστικό από το παρελθόν.
"No me cuentes más mentiras, ya sé que tienes un esqueleto en el armario." (Μη μου λες περισσότερο ψέματα, ξέρω ήδη ότι έχεις έναν σκελετό στην ντουλάπα.)
Esqueleto de un proyecto
(Σκελετός ενός έργου) → Αναφέρεται στη βασική δομή ή το σχέδιο ενός έργου.
"Necesitamos terminar el esqueleto de un proyecto antes de añadir detalles." (Πρέπει να ολοκληρώσουμε τον σκελετό ενός έργου πριν προσθέσουμε λεπτομέρειες.)
Esqueleto financiero
(Οικονομικός σκελετός) → Σημαίνει την οικονομική βάση ή υποδομή ενός οργανισμού ή επιχείρησης.
"La compañía necesitaba un esqueleto financiero sólido para sobrevivir." (Η εταιρεία χρειαζόταν έναν ισχυρό οικονομικό σκελετό για να επιβιώσει.)
Η λέξη "esqueleto" προέρχεται από το λατινικό "sceleton", το οποίο έχει ρίζες στα ελληνικά "σκελετός" (skeletos), που σημαίνει "απομεινάρι”, αναφερόμενο στον σκελετό ως το δομικό κομμάτι του σώματος που απομένει.