Το "esquema" είναι ουσιαστικό.
/ɛsˈke.ma/
Η λέξη "esquema" αναφέρεται σε μια συνοπτική ή διαγραμματική αναπαράσταση μιας έννοιας, διαδικασίας ή δομής. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς όπως η εκπαίδευση, η οικονομία, η νομική και η πολυτεχνική. Η χρήση της είναι συχνή, και μπορεί να συναντηθεί περισσότερο σε γραπτό λόγο, αν και χρησιμοποιείται επίσης και στον προφορικό λόγο.
El profesor nos mostró un esquema de la célula.
(Ο καθηγητής μας έδειξε ένα διάγραμμα του κυττάρου.)
Necesitamos un esquema claro para organizar el proyecto.
(Χρειαζόμαστε ένα σαφές σχέδιο για να οργανώσουμε το έργο.)
El esquema económico del país ha cambiado significativamente.
(Το οικονομικό σύστημα της χώρας έχει αλλάξει σημαντικά.)
Η λέξη "esquema" χρησιμοποιείται επίσης σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες συχνά αναφέρονται σε οργανωμένα σχέδια ή σχεδιασμούς:
Hacer un esquema mental.
(Να κάνω μια νοητική δομή.)
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται για να περιγράψει την διαδικασία οργάνωσης των σκέψεων.
Seguir el esquema.
(Να ακολουθήσω το σχέδιο.)
Σημαίνει να τηρείτε ένα προγραμματισμένο πλάνο ή οδηγίες.
Establecer un esquema de trabajo.
(Να καθιερώσω ένα σχέδιο εργασίας.)
Χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε έναν οργανωμένο τρόπο εργασίας.
Diseñar un esquema.
(Να σχεδιάσω ένα σχέδιο.)
Αναφέρεται στην πράξη σχεδίασης ή δημιουργίας ενός διαγράμματος ή σχεδίου.
Cambiar el esquema habitual.
(Να αλλάξω το συνήθη σχέδιο.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αλλαγή ενός μόνιμου ή συνηθισμένου τρόπου δράσης.
Η λέξη "esquema" προέρχεται από το ελληνικό "σχέδιο" (schema), το οποίο σημαίνει "μορφή" ή "σχήμα". Εισήχθη στο ισπανικά μέσω της λατινικής λέξης "schema".
Συνώνυμα: - esquema - diagrama - diseño
Αντώνυμα: - caos - desorganización - confusión