Esquivar είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [es.ki.ˈβaɾ]
Η λέξη esquivar σημαίνει να αποφεύγει κανείς κάτι, να μπαίνει σε μια κατάσταση ή να αποφεύγει μια συνάντηση. Συνήθως χρησιμοποιείται σε καταστάσεις όπου κάποιος προσπαθεί να αποφύγει ένα πρόβλημα, μια ευθύνη ή μια σύγκρουση. Η χρήση της είναι συχνή και στις δύο γλώσσες, αλλά εμφανίζεται περισσότερο στο γραπτό λόγο, σ’ ένα νομικό ή πολιτικό πλαίσιο.
Προτάσεις: 1. Esquivar la responsabilidad no es la solución. - Να αποφεύγεις την ευθύνη δεν είναι η λύση.
Η λέξη esquivar χρησιμοποιείται επίσης σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
Ελληνικά: Να αποφεύγεις τις σφαίρες.
Esquivar una pregunta
Ελληνικά: Να αποφεύγεις μια ερώτηση.
Esquivar el conflicto
Ελληνικά: Να αποφεύγεις τη σύγκρουση.
Esquivar el golpe
Η λέξη esquivar προέρχεται από τη λατινική λέξη exquivare, η οποία είναι μια σύνθεση του προθέματος ex- (έξω) και του ρήματος quaerere (να ζητάς ή να αναζητάς).
Συνώνυμα: - Evitar (αποφεύγω) - Eludir (ξεφεύγω) - Rehuir (ξεφεύγω από κάτι)
Αντώνυμα: - Enfrentar (αντιμετωπίζω) - Aceptar (αποδέχομαι) - Confrontar (συγκρούομαι)