esquivar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

esquivar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Esquivar είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: [es.ki.ˈβaɾ]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη esquivar σημαίνει να αποφεύγει κανείς κάτι, να μπαίνει σε μια κατάσταση ή να αποφεύγει μια συνάντηση. Συνήθως χρησιμοποιείται σε καταστάσεις όπου κάποιος προσπαθεί να αποφύγει ένα πρόβλημα, μια ευθύνη ή μια σύγκρουση. Η χρήση της είναι συχνή και στις δύο γλώσσες, αλλά εμφανίζεται περισσότερο στο γραπτό λόγο, σ’ ένα νομικό ή πολιτικό πλαίσιο.

Προτάσεις: 1. Esquivar la responsabilidad no es la solución. - Να αποφεύγεις την ευθύνη δεν είναι η λύση.

  1. El jugador pudo esquivar a sus oponentes con facilidad.
  2. Ο παίκτης μπόρεσε να αποφύγει τους αντιπάλους του με ευκολία.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη esquivar χρησιμοποιείται επίσης σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:

  1. Esquivar balas
  2. Μεταφορικά σημαίνει να αποφεύγεις δύσκολες καταστάσεις.
  3. Ελληνικά: Να αποφεύγεις τις σφαίρες.

  4. Esquivar una pregunta

  5. Σημαίνει να αποφεύγεις να απαντήσεις σε μια ερώτηση.
  6. Ελληνικά: Να αποφεύγεις μια ερώτηση.

  7. Esquivar el conflicto

  8. Σημαίνει να αποφεύγεις μια σύγκρουση.
  9. Ελληνικά: Να αποφεύγεις τη σύγκρουση.

  10. Esquivar el golpe

  11. Σημαίνει να αποφεύγεις ένα χτύπημα, κυριολεκτικά ή μεταφορικά.
  12. Ελληνικά: Να αποφεύγεις το χτύπημα.

Ετυμολογία

Η λέξη esquivar προέρχεται από τη λατινική λέξη exquivare, η οποία είναι μια σύνθεση του προθέματος ex- (έξω) και του ρήματος quaerere (να ζητάς ή να αναζητάς).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Evitar (αποφεύγω) - Eludir (ξεφεύγω) - Rehuir (ξεφεύγω από κάτι)

Αντώνυμα: - Enfrentar (αντιμετωπίζω) - Aceptar (αποδέχομαι) - Confrontar (συγκρούομαι)



23-07-2024