Η λέξη "esquivo" είναι επίθετο στα Ισπανικά.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "esquivo" με τη χρήση του Διεθνούς Φωνητικού Αλφαβήτου (IPA) είναι:
/eskˈiβo/
Η λέξη "esquivo" σημαίνει γενικά κάτι που αποφεύγει ή παρομοίως αναφέρεται σε μια συμπεριφορά ή κατάσταση αποφυγής. Χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά και ευρύτερα συμφραζόμενα για να δηλώσει ότι κάτι ή κάποιος αποφεύγει ή απομακρύνεται από μια υποχρέωση ή ευθύνη.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "esquivo" είναι μέτρια, και συναντάται περισσότερο σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και προφορικά.
"El acusado fue esquivo durante el interrogatorio."
"Ο κατηγορούμενος ήταν αποφεύγων κατά τη διάρκεια της ανάκρισης."
"Su respuesta fue esquiva y no aclaró nada."
"Απάντησή του ήταν αποφεύγουσα και δεν διευκρίνισε τίποτα."
"Siempre ha sido esquivo con respecto a sus verdaderas intenciones."
"Πάντα ήταν αποφεύγων όσον αφορά τις αληθινές του προθέσεις."
Η λέξη "esquivo" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στην Ισπανική γλώσσα:
"Ser esquivo como un pez."
"Είναι αποφεύγων σαν ψάρι."
(Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάποιον που είναι δύσκολος στη σύλληψη ή στη βελτίωση της σχέσης).
"Esquivar responsabilidades."
"Αποφεύγω ευθύνες."
(Βασική έκφραση που χρησιμοποιείται όταν κάποιος προσπαθεί να μην αναλάβει τις ευθύνες του).
"Estar esquivo con alguien."
"Να είσαι αποφεύγων με κάποιον."
(Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι απόμακρος ή άμεσος).
"Esquivar la pregunta."
"Αποφεύγω την ερώτηση."
(Δηλώνει ότι κάποιος δεν θέλει να απαντήσει σε μια συγκεκριμένη ερώτηση).
Η λέξη "esquivo" προέρχεται από το ιταλικό "schivo", το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το "schivare" που σημαίνει "αποφεύγω".
Συνώνυμα:
- evasivo (αποφεύγων)
- elusivo (ελιγμός)
Αντώνυμα:
- directo (άμεσος)
- abierto (ανοιχτός)