está obcecado (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Μέρος του λόγου:
Η λέξη "obcecado" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή:
obθeˈkaðo
Χρήση στα Ισπανικά:
Η λέξη "obcecado" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να υποδηλώσει ότι κάποιος είναι στενά προσηλωμένος ή είναι εμμονή με κάτι. Συνήθως χρησιμοποιείται στον γραπτό λόγο.
Παραδειγματικές προτάσεις:
Está obcecado con su ex novia.
Είναι εμμονή με την πρώην του φίλη.
Está tan obcecado con su trabajo que no tiene tiempo para nada más.
Είναι τόσο στενά προσηλωμένος στη δουλειά του που δεν έχει χρόνο για τίποτα άλλο.
Su hermano está obcecado con ganar siempre en los juegos.
Ο αδελφός της είναι εμμονή με το να κερδίζει πάντα στα παιχνίδια.
Ετυμολογία:
Η λέξη "obcecado" προέρχεται από το Ισπανικό ρήμα "obcecar", που σημαίνει "να τυφλώνω" ή "να εμμένω σε κατιτίς".