Οι πρωταρχικές σημασίες της λέξης "establecer" είναι "να καθιερώνω", "να ίδρυω", "να θεσπίζω" ή "να ορίζω". Χρησιμοποιείται συχνά στην ισπανική γλώσσα, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Χρήση
Πρόκειται για ένα ρήμα που χρησιμοποιείται συχνά στην ισπανική γλώσσα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο στο προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ενέργεια του να θεσπίζει κάτι, όπως μια νέα πολιτική ή κανόνες.
Σχηματισμός χρόνων ρημάτων
Όλοι οι χρόνοι: establezco, estableces, establece, establecemos, establecéis, establecen
Μετέωρος: estar estableciendo
Παρακείμενος: he establecido
Μέλλον: estableceré
Συντελεσμένος: he establecido
Συντελεσμένος μέλλοντα: habré establecido
Παρακείμενος ενεστώτα: haya establecido
Παρακείμενος αόριστος: hube establecido
Ιδιωματικές εκφράσεις
Η λέξη "establecer" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
establecer la paz: να καθιερώσουμε την ειρήνη
establecer un precedente: να θέσουμε ένα προηγούμενο
establecer reglas: να θεσπίσουμε κανόνες
establecer contacto: να επικοινωνήσουμε
establecer diferencias: να διακρίνουμε διαφορές
establecer un límite: να θέσουμε ένα όριο
Ετυμολογία
Η λέξη "establecer" προέρχεται από τα λατινικά "stabilire" που σημαίνει "να σταθεροποιώ".