Η λέξη "establecimiento" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή (IPA): /es.ta.ble.θi.ˈmien.to/ (σε ισπανικά)
Η λέξη "establecimiento" αναφέρεται σε ένα ίδρυμα, επιχείρηση ή ένα συγκεκριμένο χώρο όπου γίνεται μια δραστηριότητα. Χρησιμοποιείται ευρέως σε διάφορους τομείς, όπως στα οικονομικά (καταστήματα, επιχειρήσεις) και στη νομοθεσία (κανονισμοί που αφορούν ίδρυση ή λειτουργία οργανισμών). Είναι πιο συχνά συναντήσιμη στο γραπτό κείμενο, αν και χρησιμοποιείται και στον καθημερινό προφορικό λόγο.
El establecimiento de nuevas reglas mejorará la seguridad.
(Η ίδρυση νέων κανόνων θα βελτιώσει την ασφάλεια.)
Muchos establecimientos han cerrado debido a la pandemia.
(Πολλά καταστήματα έχουν κλείσει λόγω της πανδημίας.)
El establecimiento de un nuevo sistema educativo es fundamental.
(Η ίδρυση ενός νέου εκπαιδευτικού συστήματος είναι θεμελιώδης.)
Η λέξη "establecimiento" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως εστιασμένες σε επιχειρήσεις και οργανισμούς.
"Establecimiento comercial" - Κατάστημα εμπορίου.
(El establecimiento comercial ofrece una amplia variedad de productos.)
(Το κατάστημα εμπορίου προσφέρει μια ευρεία ποικιλία προϊόντων.)
"Establecimiento sanitario" - Υγειονομική εγκατάσταση.
(El establecimiento sanitario necesita más recursos para funcionar mejor.)
(Η υγειονομική εγκατάσταση χρειάζεται περισσότερους πόρους για να λειτουργήσει καλύτερα.)
"Establecimiento educativo" - Εκπαιδευτικό ίδρυμα.
(El establecimiento educativo debe adaptarse a las nuevas tecnologías.)
(Το εκπαιδευτικό ίδρυμα πρέπει να προσαρμοστεί στις νέες τεχνολογίες.)
"Establecimiento de normas" - Ίδρυση κανόνων.
(El establecimiento de normas claras es esencial para la convivencia.)
(Η ίδρυση σαφών κανόνων είναι απαραίτητη για τη συμβίωση.)
Η λέξη "establecimiento" προέρχεται από το λατινικό "stabilimentum", το οποίο σημαίνει "σταθεροποίηση". Κατά τη διάρκεια της ιστορίας, η λέξη έχει εξελιχθεί ώστε να χρησιμοποιείται σε διάφορες σημασίες που σχετίζονται με την ίδρυση ή τη δημιουργία οργανισμών και δομών.
Συνώνυμα: - Institución (ίδρυμα) - Organización (οργάνωση) - Comercio (εμπόριο)
Αντώνυμα: - Disolución (διάλυση) - Cierre (κλείσιμο) - Desorganización (ασυδοσία)