Η λέξη "estaca" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "estaca" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /esˈtaka/.
Η "estaca" αναφέρεται γενικά σε έναν ξύλινο ή μεταλλικό πάσσαλο που χρησιμοποιείται για στήριξη ή για να κρατήσει κάτι σταθερό. Η λέξη χρησιμοποιείται σε διάφορες περιπτώσεις που αφορούν κατασκευές, γεωργία ή ακόμα και στην καθημερινότητα. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε ομιλίες που αφορούν πρακτικές εφαρμογές ή χειρονακτικές εργασίες.
Ο ξυλουργός έβαλε μία γεώτρηση στο έδαφος για να στηρίξει τη σκηνή.
Necesitamos una estaca más alta para que el árbol crezca recto.
Χρειαζόμαστε έναν πιο ψηλό πάσσαλο ώστε το δέντρο να αναπτυχθεί ίσιο.
La estaca se rompió debido a la fuerza del viento.
Η λέξη "estaca" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
Είναι τόσο αδύνατος που φαίνεται σαν πάσσαλος.
Echar raíces como una estaca.
Μετά τη μετακόμιση, ελπίζω να εδραιωθούμε όπως μια γεώτρηση.
Tener la cabeza como una estaca.
Η λέξη "estaca" προέρχεται από το Λατινικό "stacca" που σημαίνει "πάσσαλος" ή "στήριγμα". Συγγενεύει με άλλες λέξεις που σχετίζονται με το στήριγμα ή την υποστήριξη.
Συνώνυμα: - Poste (πόλος) - Pilar (κίονας) - Soporte (στήριγμα)
Αντώνυμα: - Desprender (αποσύνδεση) - Desplazar (μετακίνηση) - Caer (πτώση)
Η λέξη "estaca" είναι χρήσιμη σε πολλούς τομείς και ενδεικτική της καθημερινής ζωής, κυρίως όπου απαιτείται στήριξη ή σταθερότητα.