Η λέξη "estacionamiento" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [es.ta.sjo.na.mjen.to]
Η λέξη "estacionamiento" αναφέρεται στον χώρο ή την διαδικασία στάθμευσης οχημάτων. Χρησιμοποιείται κοινώς σε καθημερινές συνθήκες, όπως σε συζητήσεις σχετικά με το πού μπορεί κάποιος να παρκάρει το όχημά του. Η χρήση της είναι συχνή και μπορεί να παρατηρηθεί και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.
La ciudad ha creado más estacionamientos para los automóviles.
(Η πόλη έχει δημιουργήσει περισσότερους χώρους στάθμευσης για τα αυτοκίνητα.)
No encontré estacionamiento cerca del restaurante.
(Δεν βρήκα χώρο στάθμευσης κοντά στο εστιατόριο.)
El estacionamiento del centro comercial está siempre lleno.
(Ο χώρος στάθμευσης του εμπορικού κέντρου είναι πάντα γεμάτος.)
Estar en un buen estacionamiento.
(Να βρίσκεσαι σε καλή θέση.)
Σημαίνει ότι κάποιος είναι σε καλή κατάσταση ή σε θέση να πετύχει κάτι.
No hay estacionamiento a la vista.
(Δεν υπάρχει χώρος στάθμευσης ορατός.)
Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμες λύσεις ή επιλογές.
Buscar estacionamiento como un loco.
(Ψάχνω χώρο στάθμευσης σαν τρελός.)
Δηλώνει ότι κάποιος προσπαθεί μανιωδώς να βρει χώρο.
Hacer estacionamiento en paralelo es un arte.
(Το παράλληλο παρκάρισμα είναι τέχνη.)
Δηλώνει ότι είναι δύσκολη και απαιτητική διαδικασία.
Dejar el carro en el estacionamiento es más seguro.
(Να αφήσεις το αυτοκίνητο στο χώρο στάθμευσης είναι πιο ασφαλές.)
Υποδεικνύει τη σημασία της ασφάλειας για τα οχήματα.
Η λέξη "estacionamiento" προέρχεται από το ρήμα "estacionar", που σημαίνει "να σταθμεύω", συν το επίθημα "-mento", που σχηματίζει ουσιαστικά που σχετίζονται με τη διαδικασία ή το αποτέλεσμα μιας ενέργειας.
Συνώνυμα: - Parqueo - Aparcamiento
Αντώνυμα: - Desaparcar (να βγάλω από πάρκινγκ)
Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη ανάλυση της λέξης "estacionamiento", μαζί με τις παραδείγματα και τις σχετικές πληροφορίες γύρω από τη χρήση της.