Ρήμα
/estaθioˈnaɾ/
Η λέξη "estacionar" σημαίνει να σταθμεύεις ή να παρκάρεις ένα όχημα. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα των Ισπανών, κυρίως σε καθημερινές συζητήσεις που σχετίζονται με τη μετακίνηση και την οδήγηση. Το ρήμα έχει ευρεία χρήση και στα δύο πλαίσια - προφορικό και γραπτό - αλλά είναι συνήθως πιο συνηθισμένο στον προφορικό λόγο, όπως σε συζητήσεις μεταξύ φίλων ή συνομιλίες στους δρόμους.
Voy a estacionar mi coche aquí.
Θα σταθμεύσω το αυτοκίνητό μου εδώ.
No puedo encontrar un lugar para estacionar.
Δεν μπορώ να βρω ένα μέρος να παρκάρω.
Es importante estacionar en lugares permitidos.
Είναι σημαντικό να παρκάρετε σε επιτρεπόμενα σημεία.
Η λέξη "estacionar" δεν συνδέεται με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά εδώ είναι μερικές που θα μπορούσαν να σχετίζονται με την έννοια του παρκαρίσματος:
Estacionar en doble fila
(Να παρκάρω σε διπλή σειρά)
Αυτό συχνά αναφέρεται σε μια μη κανονική στάθμευση που μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στην κυκλοφορία.
No hay donde estacionar
(Δεν υπάρχει πουθενά να παρκάρω)
Χρησιμοποιείται όταν αναφέρεται σε περιοχές όπου οι χώροι στάθμευσης είναι περιορισμένοι.
Estacionar en un aparcamiento subterráneo
(Να παρκάρω σε υπόγειο γκαράζ)
Χρησιμοποιείται συχνά για την αναφορά σε χώρους στάθμευσης κάτω από το έδαφος.
Η λέξη "estacionar" προέρχεται από το υποκοριστικό "estación" που σημαίνει "στάθμη" ή "σταθμός", και αναφέρεται στην πράξη της σταθμεύσεως ενός οχήματος.
Συνώνυμα: - estacionar: aparcar (παρκάρω) - dejar (αφήνω) - σε ορισμένα συμφραζόμενα.
Αντώνυμα: - mover (κινώ) - circular (κυκλώ)
Η λέξη "estacionar" έχει κεντρική σημασία στην καθημερινή ζωή, ειδικά σε περιβάλλοντα με αυξημένη κυκλοφορία οχημάτων.