Η λέξη "estacionario" είναι ένα επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: [es.ta.si.oˈna.ɾjo]
Η λέξη "estacionario" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι σταθερό ή δεν κινείται. Χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικές και επιστημονικές γλώσσες, αλλά και στην καθημερινή ομιλία όταν αναφερόμαστε σε αντικείμενα ή καταστάσεις που δεν υπόκεινται σε αλλαγές ή κίνηση. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, με μεγαλύτερη παρουσία σε γραπτό λόγο.
El tren está estacionario en la estación.
Το τρένο είναι στάσιμο στον σταθμό.
El sistema es estacionario, por lo que no hay cambios en la presión.
Το σύστημα είναι σταθερό, επομένως δεν υπάρχουν αλλαγές στην πίεση.
La temperatura en el cuarto es estacionario, no varía durante el día.
Η θερμοκρασία στο δωμάτιο είναι σταθερή, δεν αλλάζει κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Η λέξη "estacionario" δεν είναι πολύ συχνή σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες εκφράσεις που υποδηλώνουν σταθερότητα ή απουσία κίνησης.
Una situación estacionaria no permite la innovación.
Μια στάσιμη κατάσταση δεν επιτρέπει την καινοτομία.
Hay que mantener el sistema estacionario para asegurar su eficiencia.
Πρέπει να διατηρήσουμε το σύστημα σταθερό για να διασφαλίσουμε την αποδοτικότητά του.
El mercado se ha vuelto estacionario debido a la falta de inversión.
Η αγορά έχει γίνει στάσιμη λόγω έλλειψης επενδύσεων.
Η λέξη "estacionario" προέρχεται από το ισπανικό ρήμα "estacionar", που σημαίνει "να σταθμεύω" ή "να σταθώ", με το πρόθεμα "-ario" που δημιουργεί επίθετα που υπονοούν σχέση ή κατάσταση.
Συνώνυμα: - inmóvil - estable - fijo
Αντώνυμα: - movible - inestable - variable