Το "estadista" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή (Διεθνές φωνητικό αλφάβητο): /es.taˈðis.ta/
Η λέξη "estadista" αναφέρεται σε ένα άτομο που είναι ειδικός σε θέματα στατιστικής ή κυβερνητικής πολιτικής. Χρησιμοποιείται κυρίως για να σηματοδοτήσει κάποιον που είναι ειδικευμένος ή αναγνωρισμένος στις δημόσιες υποθέσεις, συχνά σε πολιτικά ή κυβερνητικά πλαίσια. Στην ισπανική γλώσσα, η συχνότητα χρήσης είναι μέτρια, με περισσότερη κατανόηση σε πολιτικούς ή ακαδημαϊκούς κύκλους. Μπορεί να χρησιμοποιείται σε προφορικό και γραπτό λόγο, ανάλογα με το πλαίσιο.
Ο στατιστικός παρουσίασε ένα καινοτόμο σχέδιο για τη βελτίωση της οικονομίας.
Muchos consideran al estadista como un líder visionario.
Η λέξη "estadista" μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε πολιτικά και οικονομικά συμφραζόμενα.
Ο πολιτικός που ξέρει να ακούει πάντα κερδίζει την εμπιστοσύνη του λαού.
Un buen estadista debe anticipar los cambios en la sociedad.
Ένας καλός πολιτικός πρέπει να προβλέπει τις αλλαγές στην κοινωνία.
A veces, ser estadista implica tomar decisiones difíciles.
Μερικές φορές, το να είσαι πολιτικός σημαίνει να παίρνεις δύσκολες αποφάσεις.
El legado de un gran estadista suele vivir en la historia.
Η κληρονομιά ενός σπουδαίου πολιτικού συνήθως ζει στην ιστορία.
Los estadistas exitosos combinan experiencia y sabiduría.
Η λέξη "estadista" προέρχεται από το ισπανικό "estado", που σημαίνει "κράτος" ή "κατάσταση", συν το "-ista", ένα παραθυράκι που δηλώνει επαγγελματική ή ειδική σχέση.
analista (αναλυτής)
Αντώνυμα: