Η λέξη "estafador" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "estafador" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /es.ta.faˈðoɾ/.
Η λέξη "estafador" αναφέρεται σε ένα άτομο που διαπράττει απάτες, δηλαδή σε κάποιον που εξαπατά άλλους με σκοπό να κερδίσει οικονομικά ή άλλα οφέλη. Η χρήση της λέξης είναι συχνή, κυρίως σε νομικά ή κοινωνικά συμφραζόμενα, και εμφανίζεται περισσότερο σε γραπτά κείμενα, αν και χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο.
El estafador fue arrestado por la policía.
(Ο απατεώνας συνελήφθη από την αστυνομία.)
Muchos cayeron en la trampa del estafador.
(Πολλοί έπεσαν στην παγίδα του απατεώνα.)
El estafador logró escapar antes de que llegaran las autoridades.
(Ο απατεώνας κατάφερε να διαφύγει πριν φτάσουν οι αρχές.)
Η λέξη "estafador" δεν είναι τόσο συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά υπάρχουν κάποιες χρησιμότητες στην καθημερινή γλώσσα:
Estafador profesional.
(Επαγγελματίας απατεώνας.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει γίνει ειδικός στην τέχνη της απάτης.
No te dejes engañar por el estafador.
(Μη αφήνεις να σε κοροϊδέψει ο απατεώνας.)
Έκφραση που προειδοποιεί για τους κινδύνους που ενέχει η απάτη.
El estafador en serie fue finalmente capturado.
(Ο σειριακός απατεώνας συνελήφθη τελικά.)
Αναφέρεται σε κάποιον που έχει επαναλάβει τη δράση της απάτης πολλές φορές.
Hay muchos estafadores en la red.
(Υπάρχουν πολλοί απατεώνες στο διαδίκτυο.)
Αναφέρεται στην αυξανόμενη απάτη που μπορεί να συμβεί στον ψηφιακό κόσμο.
Η λέξη "estafador" προέρχεται από το ρήμα "estafar", το οποίο προέρχεται από τη λατινική λέξη "stafa" που σημαίνει "ειρωνία" ή "εξαπάτηση".