estafar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

estafar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "estafar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/estafaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Το "estafar" σημαίνει να εξαπατάς ή να κοροϊδεύεις ένα άτομο, συνήθως με σκοπό να αποσπάσεις χρήματα ή περιουσία μέσω δόλιων μέσων. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικό και οικονομικό πλαίσιο.

Χρήση

Η λέξη χρησιμοποιείται στο γραπτό και προφορικό λόγο, αν και είναι πιο συχνή σε νομικά και επίσημα κείμενα λόγω της σοβαρότητάς της.

Παράδειγμα προτάσεων

  1. El vendedor intentó estafar a los clientes con un producto falso.
  2. Ο πωλητής προσπάθησε να εξαπατήσει τους πελάτες με ένα ψεύτικο προϊόν.

  3. Es ilegal estafar a alguien en un contrato.

  4. Είναι παράνομο να εξαπατάς κάποιον σε ένα συμβόλαιο.

  5. Fue condenado por estafar a varias compañías.

  6. Καταδικάστηκε για την εξαπάτηση πολλών εταιρειών.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Στο Ισπανικά, η λέξη "estafar" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Σε αυτές αναφέρονται περιπτώσεις και παραδείγματα που δείχνουν τη συνηθισμένη χρήση της.

  1. Estafar a alguien con un cuento
  2. "Me estafaron con el cuento de que ganaría mucho dinero."
  3. "Με εξαπάτησαν με την ιστορία ότι θα κερδίσω πολλά χρήματα."

  4. Estafar en un juego de cartas

  5. "Siempre hay alguien que intenta estafar en un juego de cartas."
  6. "Πάντα υπάρχει κάποιος που προσπαθεί να εξαπατήσει σε ένα παιχνίδι με χαρτιά."

  7. Estafar la confianza

  8. "Él estafó la confianza de sus amigos."
  9. "Αυτός εξέθεσε την εμπιστοσύνη των φίλων του."

  10. Estafar con un esquema Ponzi

  11. "Las autoridades advierten sobre esquemas que intentan estafar con un esquema Ponzi."
  12. "Οι αρχές προειδοποιούν για σχέδια που προσπαθούν να εξαπατήσουν με ένα σχέδιο Πόνζι."

  13. Estafar a través de internet

  14. "La estafa a través de internet es muy común hoy en día."
  15. "Η εξαπάτηση μέσω διαδικτύου είναι πολύ συνηθισμένη σήμερα."

Ετυμολογία

Η λέξη "estafar" προέρχεται από το λατινικό "stafare" που σημαίνει "να κλέβω" ή "να εξαπατώ".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα



23-07-2024