Το "estafar" είναι ρήμα.
/estafaɾ/
Το "estafar" σημαίνει να εξαπατάς ή να κοροϊδεύεις ένα άτομο, συνήθως με σκοπό να αποσπάσεις χρήματα ή περιουσία μέσω δόλιων μέσων. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικό και οικονομικό πλαίσιο.
Η λέξη χρησιμοποιείται στο γραπτό και προφορικό λόγο, αν και είναι πιο συχνή σε νομικά και επίσημα κείμενα λόγω της σοβαρότητάς της.
Ο πωλητής προσπάθησε να εξαπατήσει τους πελάτες με ένα ψεύτικο προϊόν.
Es ilegal estafar a alguien en un contrato.
Είναι παράνομο να εξαπατάς κάποιον σε ένα συμβόλαιο.
Fue condenado por estafar a varias compañías.
Στο Ισπανικά, η λέξη "estafar" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Σε αυτές αναφέρονται περιπτώσεις και παραδείγματα που δείχνουν τη συνηθισμένη χρήση της.
"Με εξαπάτησαν με την ιστορία ότι θα κερδίσω πολλά χρήματα."
Estafar en un juego de cartas
"Πάντα υπάρχει κάποιος που προσπαθεί να εξαπατήσει σε ένα παιχνίδι με χαρτιά."
Estafar la confianza
"Αυτός εξέθεσε την εμπιστοσύνη των φίλων του."
Estafar con un esquema Ponzi
"Οι αρχές προειδοποιούν για σχέδια που προσπαθούν να εξαπατήσουν με ένα σχέδιο Πόνζι."
Estafar a través de internet
Η λέξη "estafar" προέρχεται από το λατινικό "stafare" που σημαίνει "να κλέβω" ή "να εξαπατώ".