Η λέξη "estaje" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να σημαίνει "αγκυροβολώ" ή "διαμένω", αντίστοιχα. Η συχνότητα χρήσης δεν είναι υψηλή και χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο.
Παραδειγματικές προτάσεις:
El barco estajeó en el puerto durante toda la noche. (Το πλοίο αγκυροβόλησε στο λιμάνι όλο το βράδυ.)
Decidieron estajear en la casa de campo para las vacaciones. (Αποφάσισαν να διαμείνουν στο εξοχικό για τις διακοπές τους.)
Ετυμολογία:
Η λέξη "estaje" προέρχεται από τον ισπανικό ριζικό όρο "estacar".