estallar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

estallar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

/esˈta.ʝar/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "estallar" σημαίνει την πράξη της έκρηξης ή του ξαφνικού σπασίματος, είτε πρόκειται για φυσικά φαινόμενα (όπως μια βόμβα ή ένα πυροτέχνημα), είτε για σπήλαια ή κάτι άλλο που "σπάει" ή "εκρήγνυται" σε μια κατάσταση έντασης. Στην ισπανική γλώσσα, το ρήμα χρησιμοποιείται συνήθως σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης ή ανησυχίας και είναι κοινό και στο προφορικό και στο γραπτό πλαίσιο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El tanque de gas comenzó a estallar.
    (Ο κάδος αερίου άρχισε να εκρήγνυται.)

  2. Se escuchó un fuerte ruido cuando el coche estalló.
    (Ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος όταν το αυτοκίνητο εκρήγνυται.)

  3. Los fuegos artificiales estallaron en el cielo.
    (Τα πυροτεχνήματα εκρήγνυνται στον ουρανό.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "estallar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:

  1. Estallar de risa.
    (Εκρήγνυμαι από γέλια.)
  2. Se hizo un chiste tan divertido que todos estallaron de risa.
    (Έκανε ένα τόσο αστείο αστείο που όλοι εκρήγνυνται από γέλια.)

  3. Estallar en cólera.
    (Εκρήγνυμαι από οργή.)

  4. Cuando supo la noticia, estalló en cólera.
    (Όταν έμαθε τα νέα, εκρήγνυται από οργή.)

  5. Estallar la burbuja.
    (Σπάει η φούσκα.)

  6. La crisis financiera hizo estallar la burbuja del mercado inmobiliario.
    (Η χρηματοπιστωτική κρίση έκανε να σπάσει η φούσκα στην αγορά ακινήτων.)

Ετυμολογία

Η λέξη "estallar" προέρχεται από τη Λατινική ρίζα "stallo," που σημαίνει "να σπάσει." Η ρίζα έχει εξελιχθεί και διατηρεί την έννοια της δύναμης ή του ξαφνικού σπασίματος που έχει η λέξη σήμερα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- Explosar (εκρήγνυμαι)
- Romper (σπάω)

Αντώνυμα:
- Juntar (ενώνω)
- Estabilizar (σταθεροποιώ)



22-07-2024