Η λέξη "estamento" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "estamento" είναι /es.taˈmen.to/ σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA).
Η λέξη "estamento" μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως: - στρώμα - τάξη - τάξη κοινωνίας
Η λέξη "estamento" αναφέρεται σε μια κοινωνική ή πολιτική τάξη ή στρώμα. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει ομάδες ανθρώπων που μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά ή δικαιώματα, κυρίως σε ιστορικά ή νομικά συμφραζόμενα. Χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορική συζήτηση.
El estamento nobles se oponía a las nuevas leyes.
(Η αριστοκρατική τάξη αντιτάχθηκε στους νέους νόμους.)
En la Edad Media, el estamento del clero tenía mucho poder.
(Στη Μεσαία εποχή, η τάξη του κλήρου είχε πολλή δύναμη.)
La división entre los estamentos sociales era muy marcada.
(Η διάκριση μεταξύ των κοινωνικών στρωμάτων ήταν πολύ έντονη.)
Η λέξη "estamento" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στην ισπανική γλώσσα.
El estamento político a menudo se encuentra en conflicto con el civil.
(Η πολιτική τάξη συχνά βρίσκεται σε σύγκρουση με την πολιτική τάξη των πολιτών.)
A lo largo de la historia, los estamentos han luchado por sus derechos.
(Μέσα από την ιστορία, οι κοινωνικές τάξεις έχουν αγωνιστεί για τα δικαιώματά τους.)
El estamento empresarial tiene una gran influencia en las decisiones económicas.
(Η επιχειρηματική τάξη έχει μεγάλη επιρροή στις οικονομικές αποφάσεις.)
Aunque el estamento cultural es importante, a menudo es ignorado.
(Αν και η πολιτιστική τάξη είναι σημαντική, συχνά αγνοείται.)
Los estamentos sociales reflejan la desigualdad en la sociedad.
(Τα κοινωνικά στρώματα αντικατοπτρίζουν την ανισότητα στην κοινωνία.)
Necesitamos una reforma que beneficie a todos los estamentos.
(Χρειαζόμαστε μια μεταρρύθμιση που να ωφελεί όλα τα στρώματα.)
El estamento academicista se queja de la falta de recursos.
(Η ακαδημαϊκή τάξη διαμαρτύρεται για την έλλειψη πόρων.)
Η λέξη "estamento" προέρχεται από το λατινικό "stamentum", που σημαίνει "στάση, κατάσταση", και σχετίζεται με το ρήμα "stare", που σημαίνει "να στέκεται".
Συνώνυμα: - clase (τάξη) - sector (τομέας) - nivel (επίπεδο)
Αντώνυμα: - descomposición (αποσύνθεση) - anarquía (αναρχία)
Αυτές οι πληροφορίες συνοψίζουν τη σημασία της λέξης "estamento" στην ισπανική γλώσσα και τη χρήση της σε διαφορετικά συμφραζόμενα.