Estrabismo: ουσιαστικό (masculine noun)
Φωνητική μεταγραφή: [estraˈβizmo]
Σημασία: Ο στραβισμός είναι μια κατάσταση των ματιών κατά την οποία δεν ευθυγραμμίζονται σωστά. Ένα ή και τα δύο μάτια μπορεί να είναι στραμμένα προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Ο στραβισμός μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα όρασης, όπως διπλωπία ή δυσκολία στην εκτίμηση βάθους.
Χρήση στη γλώσσα Ισπανικά: Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στο ιατρικό πλαίσιο, ειδικά από οφθαλμίατρους και ειδικούς στην υγειονομική περίθαλψη. Η συχνότητά του είναι υψηλή σε γραπτά και προφορικά ιατρικά κείμενα.
El estrabismo puede afectar la visión de una persona.
(Ο στραβισμός μπορεί να επηρεάσει την όραση ενός ατόμου.)
Es importante detectar el estrabismo a una edad temprana.
(Είναι σημαντικό να ανιχνευτεί ο στραβισμός σε πρώιμη ηλικία.)
Algunos tratamientos pueden corregir el estrabismo.
(Ορισμένες θεραπείες μπορούν να διορθώσουν τον στραβισμό.)
Ο στραβισμός δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένος σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μεταφορικές φράσεις:
Con un estrabismo en la mirada, no puedes ver claramente tus objetivos.
(Με στραβισμό στο βλέμμα, δεν μπορείς να δεις καθαρά τους στόχους σου.)
A veces, el estrabismo de la vida nos impide ver la verdad.
(Κάποιες φορές, ο στραβισμός της ζωής μας εμποδίζει να δούμε την αλήθεια.)
No dejes que el estrabismo mental nuble tu juicio.
(Μην αφήσεις τον νοητικό στραβισμό να θολώσει την κρίση σου.)
Η λέξη προέρχεται από το ελληνικό "στραβός", που σημαίνει "στραβός" ή "στραμμένος", και χρησιμοποιείται για να περιγράψει την μη ευθυγράμμιση των ματιών.
Συνώνυμα: - Ophtalmoplejía (παράλυση των οφθαλμικών μυών) - Heterotropía (ας στραβισμού σε σχέση με την ευθυγράμμιση των ματιών)
Αντώνυμα: - Aliniación (ευθυγράμμιση) - Convergencia (σύγκλιση)