«Estragar» είναι ρήμα.
/estɾaˈɣaɾ/
Η λέξη «estragar» σημαίνει να προκαλέσει ζημιά ή να καταστρέψει κάτι. Χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις στη ζωή καθημερινά, είτε αναφερόμενη σε υλικά αντικείμενα που έχουν υποστεί ζημιά, είτε σε συναισθηματικές καταστάσεις. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται με μέτρια έως υψηλή συχνότητα, κυρίως σε γραπτό αλλά και σε προφορικό λόγο.
Παραδείγματα προτάσεων:
- La lluvia puede estragar los planes al aire libre.
(Η βροχή μπορεί να καταστρέψει τα σχέδια έξω.)
No dejes que los problemas te estraguen la vida.
(Μην αφήνεις τα προβλήματα να χαλάσουν τη ζωή σου.)
Estos productos pueden estragar si no se almacenan adecuadamente.
(Αυτά τα προϊόντα μπορεί να χαλάσουν αν δεν φυλαχθούν σωστά.)
Estragar un placer
(Να χαλάσω μια απόλαυση)
Ejemplo: No quiero estragar un placer si te digo lo que he oído.
(Δεν θέλω να χαλάσω μια απόλαυση αν σου πω τι άκουσα.)
Estragar la fiesta
(Να καταστρέψω το πάρτι)
Ejemplo: Nadie quiere estragar la fiesta con malas noticias.
(Κανείς δεν θέλει να καταστρέψει το πάρτι με κακές ειδήσεις.)
Estragar una sorpresa
(Να χαλάσω μια έκπληξη)
Ejemplo: No digas nada, podrías estragar la sorpresa.
(Μην πεις τίποτα, μπορείς να χαλάσεις την έκπληξη.)
Estragar la relación
(Να καταστρέψω τη σχέση)
Ejemplo: Discutir sobre temas sensibles puede estragar la relación.
(Να διαφωνήσεις για ευαίσθητα θέματα μπορεί να καταστρέψει τη σχέση.)
Η λέξη προέρχεται από το πορτογαλικό «estragar», που σημαίνει «να καταστρέφω», το οποίο έχει τις ρίζες του στην λατινική λέξη «extragare».