estrangulador - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

estrangulador (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Η λέξη estrangulador είναι ουσιαστικό.

Φωνητική Μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης estrangulador με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι:
/estɾaŋɡu.laˈðoɾ/

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη estrangulador μεταφράζεται στα ελληνικά ως "πνίγοντας" ή "σφιγκτήρας", ανάλογα με το πλαίσιο.

Σημασία και Χρήση

Η λέξη estrangulador προέρχεται από τη ρίζα "estrangular", που σημαίνει να προκαλείς ασφυξία ή να σφίγγεις κάτι. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για να αναφέρεται σε μηχανισμό που περιορίζει τη ροή ή την κίνηση, όπως σε μηχανές. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε γραπτά συμφραζόμενα παρά στον προφορικό λόγο.

Παράδειγμα Προτάσεων

  1. El estrangulador de la válvula estaba atascado.
    πνίγοντας της βαλβίδας ήταν κολλημένος.)

  2. La policía encontró un estrangulador en la escena del crimen.
    (Η αστυνομία βρήκε έναν πνίγοντας στη σκηνή του εγκλήματος.)

  3. El diseño del nuevo estrangulador mejora la eficiencia del motor.
    (Ο σχεδιασμός του νέου πνίγοντας βελτιώνει την απόδοση του κινητήρα.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη estrangulador δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά ορισμένες εκφράσεις μπορεί να περιλαμβάνουν:

  1. Estrangulador de sueños - "Πνίγοντας τα όνειρα"
    Significa algo que frena o impide el desarrollo de las esperanzas.
    (Σημαίνει κάτι που περιορίζει ή εμποδίζει την ανάπτυξη των ελπίδων.)

  2. Con un estrangulador - "Με έναν πνίγοντας"
    Αναφέρεται σε κάποιον που περιορίζει την ελευθερία ή την ανάπτυξη των άλλων.
    (Análisis de una persona que limita la libertad o el crecimiento de otros.)

Ετυμολογία

Η λέξη estrangulador προέρχεται από το ρήμα estrangular, το οποίο καταγωγικά συνδέεται με τη λατινική λέξη stringere, που σημαίνει "σφίγγω". Στη σημασία της μπορεί να περιλαμβάνει τόσο φυσικές όσο και μεταφορικές χρήσεις της έννοιας του σφιξίματος.

Συνώνυμα και Ανώνυμα

Συνώνυμα: - Asfixiante (πνιγμένος) - Sostenedor (στήριγμα)

Αντώνυμα: - Liberador (απελευθερωτής) - Aflojador (χαλαρωτής)



23-07-2024