Ρήμα (verbo)
/estɾaŋɡuˈlaɾ/
Η λέξη "estrangular" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει την ενέργεια της ασφυξίας, δηλαδή του πνιγμού, με την εφαρμογή πίεσης στον λαιμό, που μπορεί να προκληθεί σωματικά.
Συχνότητα χρήσης: Το "estrangular" δεν είναι τόσο συχνά χρησιμοποιούμενο στην καθημερινή ομιλία, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε ιατρικά και νομικά κείμενα. Κύρια χρήση του είναι στο γραπτό πλαίσιο.
Η αστυνομία βρήκε το θύμα στραγγαλισμένο στο σπίτι του.
El médico examinó al paciente que había sido estrangulado en un altercado.
Ο γιατρός εξέτασε τον ασθενή που είχε στραγγαλιστεί σε μια διαμάχη.
El delincuente intentó estrangular a su víctima para evitar que gritara.
Η λέξη "estrangular" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε μεταφορικές εκφράσεις.
Η οικονομική πίεση μπορεί να στραγγαλίσει την οικονομία μιας οικογένειας.
"Las leyes muy restrictivas estrangulan la libertad de expresión."
Οι πολύ περιοριστικοί νόμοι στραγγαλίζουν την ελευθερία της έκφρασης.
"El estrés laboral estrangula nuestra creatividad."
Ο εργασιακός στρες στραγγαλίζει τη δημιουργικότητά μας.
"El miedo a fallar puede estrangular nuestras oportunidades."
Ο φόβος της αποτυχίας μπορεί να στραγγαλίσει τις ευκαιρίες μας.
"Los rumores en el entorno laboral pueden estrangular la confianza entre compañeros."
Η λέξη "estrangular" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "strangulare", το οποίο σημαίνει "στραγγαλισμός" ή "πνιγμός".
Συνώνυμα: - asfixiar (πνίγω) - ahogar (πνίγω)
Αντώνυμα: - liberar (απελευθερώνω) - rescatar (σώζω)