estrangular - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

estrangular (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα (verbo)

Φωνητική μεταγραφή

/estɾaŋɡuˈlaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "estrangular" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει την ενέργεια της ασφυξίας, δηλαδή του πνιγμού, με την εφαρμογή πίεσης στον λαιμό, που μπορεί να προκληθεί σωματικά.

Συχνότητα χρήσης: Το "estrangular" δεν είναι τόσο συχνά χρησιμοποιούμενο στην καθημερινή ομιλία, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε ιατρικά και νομικά κείμενα. Κύρια χρήση του είναι στο γραπτό πλαίσιο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La policía encontró a la víctima estrangulada en su casa.
  2. Η αστυνομία βρήκε το θύμα στραγγαλισμένο στο σπίτι του.

  3. El médico examinó al paciente que había sido estrangulado en un altercado.

  4. Ο γιατρός εξέτασε τον ασθενή που είχε στραγγαλιστεί σε μια διαμάχη.

  5. El delincuente intentó estrangular a su víctima para evitar que gritara.

  6. Ο εγκληματίας προσπάθησε να στραγγαλίσει το θύμα του για να μην φωνάξει.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "estrangular" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε μεταφορικές εκφράσεις.

  1. "La presión financiera puede estrangular la economía de una familia."
  2. Η οικονομική πίεση μπορεί να στραγγαλίσει την οικονομία μιας οικογένειας.

  3. "Las leyes muy restrictivas estrangulan la libertad de expresión."

  4. Οι πολύ περιοριστικοί νόμοι στραγγαλίζουν την ελευθερία της έκφρασης.

  5. "El estrés laboral estrangula nuestra creatividad."

  6. Ο εργασιακός στρες στραγγαλίζει τη δημιουργικότητά μας.

  7. "El miedo a fallar puede estrangular nuestras oportunidades."

  8. Ο φόβος της αποτυχίας μπορεί να στραγγαλίσει τις ευκαιρίες μας.

  9. "Los rumores en el entorno laboral pueden estrangular la confianza entre compañeros."

  10. Οι φήμες στο εργασιακό περιβάλλον μπορεί να στραγγαλίσουν την εμπιστοσύνη μεταξύ συναδέλφων.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "estrangular" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "strangulare", το οποίο σημαίνει "στραγγαλισμός" ή "πνιγμός".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - asfixiar (πνίγω) - ahogar (πνίγω)

Αντώνυμα: - liberar (απελευθερώνω) - rescatar (σώζω)



23-07-2024