Estratagema είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους (la estratagema).
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: [es.tɾa.taˈxema]
Η λέξη estratagema αναφέρεται σε έναν έξυπνο ή ευφυή τρόπο για να πετύχει κανείς κάποιο στόχο, συνήθως με τη χρήση παραπλανητικών ή πονηρών τακτικών. Χρησιμοποιείται συχνά στο πλαίσιο της στρατηγικής, των νομικών θεμάτων και της στρατιωτικής τέχνης. Είναι αρκετά συχνή στις γραπτές και προφορικές επικοινωνίες, αλλά πιο συχνά χρησιμοποιείται σε γραπτά κείμενα.
La estratagema utilizada por el general fue clave para ganar la batalla.
Η στρατηγική που χρησιμοποιήθηκε από τον στρατηγό ήταν κλειδί για να κερδηθεί η μάχη.
En el juicio, su abogado presentó una estratagema legal que sorprendió a todos.
Στη δίκη, ο δικηγόρος του παρουσίασε μια νομική τακτική που εξέπληξε όλους.
La estratagema de marketing de la empresa logró aumentar las ventas significativamente.
Η στρατηγική μάρκετινγκ της εταιρείας κατάφερε να αυξήσει σημαντικά τις πωλήσεις.
Η λέξη estratagema μπορεί να βρει χρήση σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και κλισέ που σχετίζονται με στρατηγική και πονηριά.
No hay estratagema que valga si no se tiene disciplina.
Δεν υπάρχει στρατηγική που να αξίζει αν δεν έχεις πειθαρχία.
En política, a veces la estratagema es más efectiva que la honestidad.
Στην πολιτική, μερικές φορές η στρατηγική είναι πιο αποτελεσματική από την ειλικρίνεια.
Usó una estratagema para salirse con la suya y conseguir el trabajo.
Χρησιμοποίησε μια τακτική για να πετύχει αυτό που ήθελε και να αποκτήσει τη δουλειά.
La estratagema detrás de su oferta parecía demasiado buena para ser verdad.
Η στρατηγική πίσω από την προσφορά του φαινόταν πολύ καλή για να είναι αληθινή.
Con una estratagema ingeniosa, logró evitar los problemas legales.
Με μια ευφυή στρατηγική, κατάφερε να αποφύγει τα νομικά προβλήματα.
Η λέξη estratagema προέρχεται από το ελληνικό "στρατηγική", μέσω του λατινικού "stratagemma", το οποίο σημαίνει σχέδιο ή τέχνασμα.
maniobra (μανιβράρισμα)
Αντώνυμα: