Estrato είναι ουσιαστικό.
/ˈes.tɾa.to/
Η λέξη estrato χρησιμοποιείται σε διάφορα πεδία όπως η επιστήμη, η οικονομία και η γεωγραφία. Αναφέρεται σε ένα στρώμα ή επίπεδο που μπορεί να είναι φυσικό (όπως τα γεωλογικά στρώματα) ή κοινωνικό (όπως οι κοινωνικές τάξεις). Στη γλώσσα των οικονομικών, μπορεί να σημαίνει διαφορετικά επίπεδα εισοδήματος ή πλούτου. Είναι συχνά στην καθημερινή γλώσσα και χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.
Το κοινωνικό στρώμα με τα πιο χαμηλά εισοδήματα αντιμετωπίζει πολλές δυσκολίες.
Los científicos estudiaron el estrato geológico para encontrar fósiles.
Η λέξη estrato χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις. Ιδού μερικές:
Σημαίνει ότι είσαι σε παρόμοια κοινωνική ή οικονομική κατάσταση με κάποιον άλλο.
Sacar a alguien de su estrato.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση του να βγάζεις κάποιον από την ζώνη άνεσής του ή από την κοινωνική του τάξη.
Descender a un estrato inferior.
Η λέξη estrato προέρχεται από το λατινικό "stratum", που σημαίνει "στρώμα".
Συνώνυμα: capa, nivel, clase
Αντώνυμα: cima, pico, punto máximo