Το "estrechar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "estrechar" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA) είναι: /es.tɾe.ˈt͡ʃaɾ/
Η λέξη "estrechar" σημαίνει να κάνεις κάτι πιο στενό ή πιο περιορισμένο, είτε κυριολεκτικά (όπως ένας χώρος ή μια διαδρομή) είτε μεταφορικά (όπως μια σχέση ή μια συνεργασία). Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται συχνά και είναι σχετικά συχνή, κυρίως στο γραπτό και προφορικό λόγο.
Η λέξη "estrechar" χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά κείμενα και επίσημες συζητήσεις.
"Πρέπει να σφίξουμε τους δεσμούς μεταξύ των χωρών μας."
"La carretera se estrecha en este tramo."
"Ο δρόμος στενεύει σε αυτό το τμήμα."
"El objetivo es estrechar la colaboración entre las empresas."
Η λέξη "estrechar" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
Μετάφραση: "Οι πολιτικοί ηγέτες αποφάσισαν να σφίξουν τα χέρια για να επικυρώσουν τη συμφωνία."
"Estrechar el círculo"
Μετάφραση: "Πρέπει να περιορίσουμε τον κύκλο των υποψηφίων για τη θέση."
"Estrechar la vigilancia"
Η λέξη "estrechar" προέρχεται από το ουσιαστικό "estrecho", που σημαίνει "στενός". Αυτή η λέξη έχει τις ρίζες της στη Λατινική λέξη "strictus", που σημαίνει "σφιχτός" ή "περιορισμένος".