Η λέξη "estrechez" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "estrechez" είναι /es.tɾe.ˈθeθ/ στην Καστιλλιάνικη προφορά, και /es.tɾe.ˈtʃes/ στην Λατινοαμερικανική προφορά.
Η "estrechez" αναφέρεται σε μια κατάσταση ή ένα μέρος που είναι περιορισμένο ή σφιχτό, συνήθως χρησιμοποιούμενη για να περιγράψει φυσικά ή μεταφορικά περιορισμένα περιβάλλοντα. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή και συναντάται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στα γραπτά κείμενα, αλλά μπορεί να είναι πιο διαδεδομένη στα γραπτά πλαίσια λόγω της επίσημης φύσης της.
La estrechez de la calle hizo difícil el paso de los vehículos.
(Η στενή της οδού έκανε δύσκολη την διέλευση των οχημάτων.)
La estrechez económica ha llevado a muchas familias a buscar apoyo.
(Η οικονομική στενότητα έχει οδηγήσει πολλές οικογένειες να αναζητούν υποστήριξη.)
Η λέξη "estrechez" χρησιμοποιείται σε διάφορες idiomatic expressions. Ακολουθούν ορισμένες παραδείγματα:
Estar en estrechez de recursos.
(Να βρίσκεσαι σε οικονομική στενότητα.)
Salí de una estrechez personal muy complicada.
(Βγήκα από μια πολύ περίπλοκη προσωπική στενότητα.)
La estrechez de miras no permite ver otras posibilidades.
(Η στενότητα πνεύματος δεν επιτρέπει να δεις άλλες δυνατότητες.)
Su estrechez con el dinero le impide disfrutar la vida.
(Η στενότητά του με τα χρήματα του απαγορεύει να απολαύσει τη ζωή.)
No deberías vivir en estrechez por culpa de tus deudas.
(Δεν θα έπρεπε να ζεις σε στενότητα λόγω των χρεών σου.)
Η λέξη "estrechez" προέρχεται από το επίθετο "estrecho", το οποίο σημαίνει "στενός". Η ρίζα της προέρχεται από το λατινικό "strictus", που σημαίνει "σφικτός" ή "περιορισμένος".
Συνώνυμα: - Sutileza - Limitación
Αντώνυμα: - Amplitud - Libertad