Η λέξη "estrecho" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "estrecho" στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA) είναι /esˈtɾe.t͡ʃo/.
Η λέξη "estrecho" σημαίνει "στενός" ή "περιορισμένος" και χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει περιορισμένο πλάτος ή χώρο. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη αυτή χρησιμοποιείται συχνά σε διαφορετικά συμφραζόμενα, όπως γεωγραφικά (στενά, κανάλια), νομικά (στενά περιθώρια) ή στρατιωτικά (στρατηγικά στενά). Η συχνότητα χρήσης της είναι μεγαλύτερη στον προφορικό λόγο, αλλά εμφανίζεται και σε γραπτό κείμενο.
El río es muy estrecho en esta parte.
(Ο ποταμός είναι πολύ στενός σε αυτό το μέρος.)
Necesitamos un camino más estrecho para evitar el tráfico.
(Χρειαζόμαστε ένα πιο στενό δρόμο για να αποφύγουμε την κίνηση.)
La habitación se siente estrecha con tantos muebles.
(Η γκαρσονιέρα φαίνεται στενή με τόσα έπιπλα.)
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "estrecho" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
Estrecho de miras - στενός ορίζοντας.
(Είναι alguien que no ve más allá de sus propias ideas.)
(Είναι κάποιος που δεν βλέπει πέρα από τις δικές του ιδέες.)
Estrecho contacto - στενής επαφής.
(Mantenemos un estrecho contacto con nuestros socios.)
(Διατηρούμε στενή επαφή με τους εταίρους μας.)
Estrecha relación - στενής σχέσης.
(Tenemos una relación estrecha con la comunidad.)
(Έχουμε μια στενή σχέση με την κοινότητα.)
Por un estrecho margen - για ένα στενό περιθώριο.
(Ganamos la elección por un estrecho margen.)
(Κερδίσαμε τις εκλογές με μια στενή διαφορά.)
Estrecho vínculo - στενός δεσμός.
(La familia tiene un vínculo estrecho.)
(Η οικογένεια έχει έναν στενό δεσμό.)
Η λέξη "estrecho" προέρχεται από το λατινικό "strictus", που σημαίνει "οριοθετημένος" ή "στενός". Αυτή η ρίζα περνά και στην ελληνική γλώσσα μέσω μετασχηματισμών.
Αυτή είναι η ολοκληρωμένη ανάλυση της λέξης "estrecho".