Το "estremecerse" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /es.tɾe.meˈθeɾ.se/
Το "estremecerse" σημαίνει να τρέμει ή να σείεται από φόβο, ψυχικό ή σωματικό σοκ. Χρησιμοποιείται για να εκφράσει μία έντονη συναισθηματική αντίδραση, όπως τρόμο ή ανησυχία. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και σε γραπτό και σε προφορικό λόγο.
Durante la tormenta, me estremecí de miedo.
(Κατά τη διάρκεια της καταιγίδας,震えσα από φόβο.)
Al escuchar el alto sonido, todos se estremecieron.
(Ακούγοντας τον δυνατό ήχο, όλοι έτρεμαν.)
Me estremecí al recordar el incidente.
(Τρέμω όταν θυμάμαι το περιστατικό.)
Το "estremecerse" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Estremecerse de alegría.
(Τρέμω από χαρά.)
Estremecerse por el frío.
(Τρέμω από το κρύο.)
No puedo evitar estremecerte con mis palabras.
(Δεν μπορώ να αποτρέψω να σε συγκλονίσω με τα λόγια μου.)
Me estremecí al escuchar su historia.
(Συστάθηκα όταν άκουσα την ιστορία του.)
El miedo hizo que se estremeciera.
(Ο φόβος τον έκανε να τρέμει.)
Η λέξη "estremecerse" προέρχεται από το λατινικό "extreme-care", που σημαίνει "να σείρεσαι ή να ταρακουνιέσαι". Συνδυάζει το πρόθεμα "ex-" και τη ρίζα "tremere", που σημαίνει "τρέμω".
Συνώνυμα: - temblar (τρέμω) - sacudirse (ταρακουνιέμαι)
Αντώνυμα: - calmarse (ηρεμώ) - estabilizarse (σταθεροποιούμαι)