Η λέξη "estremecimiento" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "estremecimiento" είναι: /es.tɾe.me.θiˈmjento/
Η λέξη "estremecimiento" αναφέρεται σε μια κατάσταση ταραχής ή έντονης συναισθηματικής ή σωματικής αντίδρασης, όπως η δόνηση ή το τράνταγμα του σώματος. Χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά ή ψυχολογικά συμφραζόμενα για να περιγράψει τις σωματικές αντιδράσεις σε πανικό, φόβο ή δραματικά συναισθήματα. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή, κυρίως στο γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και στον προφορικό λόγο.
Durante la tormenta, sentí un estremecimiento en todo el cuerpo.
Su estremecimiento al recibir la noticia fue evidente.
Η λέξη "estremecimiento" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορους συνδυασμούς που εκφράζουν συναισθηματικές ή σωματικές αντιδράσεις.
Sentí un estremecimiento de miedo al escuchar el trueno.
El estremecimiento de la música me emocionó profundamente.
Después de la película, hubo un estremecimiento colectivo entre el público.
Su estremecimiento ante la situación era difícil de ignorar.
Η λέξη "estremecimiento" προέρχεται από το ρήμα "estremecer", που σημαίνει "ταράσσω" ή "τρομάζω". Η κατάληξη "-imiento" αναφέρεται σε μια διαδικασία ή κατάσταση, οπότε η λέξη συνολικά υποδηλώνει την κατάσταση του να είναι κανείς ταραγμένος ή ταρακουνημένος.
Συνώνυμα: - temblor (τρέμουλο) - agitación (ταραχή) - convulsión (σπασμός)
Αντώνυμα: - calma (ηρεμία) - tranquilidad (ηρεμία) - serenidad (ηρεμία)