estremecimiento - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

estremecimiento (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "estremecimiento" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "estremecimiento" είναι: /es.tɾe.me.θiˈmjento/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "estremecimiento" αναφέρεται σε μια κατάσταση ταραχής ή έντονης συναισθηματικής ή σωματικής αντίδρασης, όπως η δόνηση ή το τράνταγμα του σώματος. Χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά ή ψυχολογικά συμφραζόμενα για να περιγράψει τις σωματικές αντιδράσεις σε πανικό, φόβο ή δραματικά συναισθήματα. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή, κυρίως στο γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Durante la tormenta, sentí un estremecimiento en todo el cuerpo.

    • Κατά τη διάρκεια της καταιγίδας, αισθάνθηκα μια δόνηση σε όλο το σώμα.
  2. Su estremecimiento al recibir la noticia fue evidente.

    • Η ταραχή του όταν έλαβε τα νέα ήταν προφανής.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "estremecimiento" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορους συνδυασμούς που εκφράζουν συναισθηματικές ή σωματικές αντιδράσεις.

Παραδείγματα ιδιωματικών εκφράσεων

  1. Sentí un estremecimiento de miedo al escuchar el trueno.

    • Ένιωσα μια ταραχή φόβου μόλις άκουσα τη βροντή.
  2. El estremecimiento de la música me emocionó profundamente.

    • Η ταραχή της μουσικής με συγκίνησε βαθιά.
  3. Después de la película, hubo un estremecimiento colectivo entre el público.

    • Μετά την ταινία, υπήρξε μια συλλογική ταραχή μεταξύ του κοινού.
  4. Su estremecimiento ante la situación era difícil de ignorar.

    • Η ταραχή του απέναντι στην κατάσταση ήταν δύσκολο να αγνοηθεί.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "estremecimiento" προέρχεται από το ρήμα "estremecer", που σημαίνει "ταράσσω" ή "τρομάζω". Η κατάληξη "-imiento" αναφέρεται σε μια διαδικασία ή κατάσταση, οπότε η λέξη συνολικά υποδηλώνει την κατάσταση του να είναι κανείς ταραγμένος ή ταρακουνημένος.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - temblor (τρέμουλο) - agitación (ταραχή) - convulsión (σπασμός)

Αντώνυμα: - calma (ηρεμία) - tranquilidad (ηρεμία) - serenidad (ηρεμία)



23-07-2024