estrenar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

estrenar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

/estrenaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "estrenar" στα Ισπανικά σημαίνει να φοράς ή να χρησιμοποιείς κάτι για πρώτη φορά. Μπορεί να αναφέρεται σε ρούχα, υποδήματα, ταινίες ή οποιοδήποτε νέο αντικείμενο ή έργο που παρουσιάζεται για πρώτη φορά. Είναι μια συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη, κυρίως στον προφορικό λόγο, σε περιβάλλοντα όπου οι άνθρωποι συζητούν για την αγορά ή την παρουσίαση νέων πραγμάτων.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Voy a estrenar mi vestido nuevo en la fiesta.
  2. Θα φορέσω το καινούριο μου φόρεμα στη γιορτή.

  3. El cine estrenará una nueva película el próximo viernes.

  4. Ο κινηματογράφος θα παρουσιάσει μία καινούρια ταινία την επόμενη Παρασκευή.

  5. Ella quiere estrenar sus zapatillas nuevas cuando salga.

  6. Αυτή θέλει να φορέσει τα καινούρια της παπούτσια όταν βγει.

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "estrenar"

  1. Estrenar un coche
  2. Μετάφραση: Να αγοράσεις ή να χρησιμοποιήσεις ένα αυτοκίνητο για πρώτη φορά.

Πρόταση: Decidí estrenar mi coche nuevo este fin de semana. - Αποφάσισα να χρησιμοποιήσω το καινούριο μου αυτοκίνητο αυτό το σαββατοκύριακο.

  1. Estrenar su talento
  2. Μετάφραση: Να δείξεις ή να χρησιμοποιήσεις μια ικανότητα ή ταλέντο για πρώτη φορά.

Πρόταση: El artista va a estrenar su talento en la gala de esta noche. - Ο καλλιτέχνης θα δείξει το ταλέντο του στη γκαλά απόψε.

  1. Estrenar un proyecto
  2. Μετάφραση: Να παρουσιάσεις ή να εκκινήσεις ένα νέο έργο.

Πρόταση: La empresa va a estrenar un proyecto innovador el mes que viene. - Η εταιρεία θα παρουσιάσει ένα καινοτόμο έργο τον επόμενο μήνα.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "estrenar" προέρχεται από την παλαιά Ισπανική γλώσσα και είναι πιθανό να έχει ρίζες που σχετίζονται με την έννοια της νέας αρχής ή της φρεσκάδας. Συνδέεται με το "estreno," που σημαίνει την πρώτη παρουσίαση ή την πρεμιέρα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - inaugurar (εγκαινιάζω) - debutar (ντεμπουτάρω)

Αντώνυμα: - desgastar (φθείρω) - usar (χρησιμοποιώ) (σε εδραία ή παλιά κατάσταση)



22-07-2024