ρήμα
/estrenaɾ/
Η λέξη "estrenar" στα Ισπανικά σημαίνει να φοράς ή να χρησιμοποιείς κάτι για πρώτη φορά. Μπορεί να αναφέρεται σε ρούχα, υποδήματα, ταινίες ή οποιοδήποτε νέο αντικείμενο ή έργο που παρουσιάζεται για πρώτη φορά. Είναι μια συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη, κυρίως στον προφορικό λόγο, σε περιβάλλοντα όπου οι άνθρωποι συζητούν για την αγορά ή την παρουσίαση νέων πραγμάτων.
Θα φορέσω το καινούριο μου φόρεμα στη γιορτή.
El cine estrenará una nueva película el próximo viernes.
Ο κινηματογράφος θα παρουσιάσει μία καινούρια ταινία την επόμενη Παρασκευή.
Ella quiere estrenar sus zapatillas nuevas cuando salga.
Πρόταση: Decidí estrenar mi coche nuevo este fin de semana. - Αποφάσισα να χρησιμοποιήσω το καινούριο μου αυτοκίνητο αυτό το σαββατοκύριακο.
Πρόταση: El artista va a estrenar su talento en la gala de esta noche. - Ο καλλιτέχνης θα δείξει το ταλέντο του στη γκαλά απόψε.
Πρόταση: La empresa va a estrenar un proyecto innovador el mes que viene. - Η εταιρεία θα παρουσιάσει ένα καινοτόμο έργο τον επόμενο μήνα.
Η λέξη "estrenar" προέρχεται από την παλαιά Ισπανική γλώσσα και είναι πιθανό να έχει ρίζες που σχετίζονται με την έννοια της νέας αρχής ή της φρεσκάδας. Συνδέεται με το "estreno," που σημαίνει την πρώτη παρουσίαση ή την πρεμιέρα.
Συνώνυμα: - inaugurar (εγκαινιάζω) - debutar (ντεμπουτάρω)
Αντώνυμα: - desgastar (φθείρω) - usar (χρησιμοποιώ) (σε εδραία ή παλιά κατάσταση)