Επίθετο
/ɛstɾe.piˈto.so/
Η λέξη "estrepitoso" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που προκαλεί πολύ θόρυβο ή κάτι που γίνεται με μεγάλη επισημότητα και εντυπωσιασμό. Στα Ισπανικά, αυτός ο όρος συχνά έχει μια αρνητική χροιά, υποδηλώνοντας υπερβολή ή αγένεια. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλή, αλλά χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό λόγο παρά στον προφορικό, κυρίως σε δημοσιογραφία ή λογοτεχνία για να περιγράψει θορυβώδεις καταστάσεις.
El ruido del tren era estrepitoso.
(Ο θόρυβος του τρένου ήταν εκκωφαντικός.)
Durante la fiesta, la música se volvió estrepitosa.
(Κατά τη διάρκεια του πάρτι, η μουσική έγινε θορυβώδης.)
Η λέξη "estrepitoso" δεν ανήκει σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιγραφές που δείχνουν επισημότητα ή αρνητικότητα.
Su salida fue estrepitosa, dejando a todos sorprendidos.
(Η έξοδός του ήταν εκκωφαντική, αφήνοντας όλους έκπληκτους.)
La crítica fue estrepitosa, abrumando la película con comentarios negativos.
(Η κριτική ήταν θορυβώδης, κατακλύζοντας την ταινία με αρνητικά σχόλια.)
Η λέξη "estrepitoso" προέρχεται από το ρήμα "estrepitar", που σημαίνει "να κάνει θόρυβο" ή "να προκαλεί αναστάτωση". Προσθέτοντας τον χαρακτηριστικό κομματισμό "-oso", το ρήμα μετατρέπεται σε ένα επίθετο που υποδηλώνει χαρακτηριστικό ή κατάσταση.
Συνώνυμα: - Ruido (θόρυβος) - Ruidoso (θορυβώδης) - Escandaloso (θορυβώδης, εκκωφαντικός)
Αντώνυμα: - Silencioso (σιωπηλός) - Tranquilo (ήσυχος) - Calmado (ήρεμος)