estresante - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

estresante (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "estresante" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "estresante" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /es.tɾeˈsan.te/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "estresante" χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις, γεγονότα ή άτομα που προκαλούν άγχος ή στρες. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με συχνότητα που είναι αρκετά υψηλή σε καθημερινές συζητήσεις σχετικά με την υγεία και την ευεξία.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. Esta situación es muy estresante para mí.
  2. Αυτή η κατάσταση είναι πολύ αγχωτική για μένα.

  3. El trabajo puede ser estresante a veces.

  4. Η εργασία μπορεί να είναι αγχωτική μερικές φορές.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "estresante" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στα Ισπανικά. Μερικές από αυτές είναι:

  1. Vivir en un entorno estresante.
  2. Να ζεις σε ένα αγχωτικό περιβάλλον.

  3. Las expectativas son estresantes.

  4. Οι προσδοκίες είναι αγχωτικές.

  5. Un trabajo estresante puede afectar tu salud.

  6. Ένα αγχωτικό δουλειά μπορεί να επηρεάσει την υγεία σου.

  7. Es importante aprender a manejar situaciones estresantes.

  8. Είναι σημαντικό να μάθεις να διαχειρίζεσαι αγχωτικές καταστάσεις.

  9. Un estilo de vida estresante puede ser perjudicial.

  10. Ένας αγχωτικός τρόπος ζωής μπορεί να είναι επιβλαβής.

Ετυμολογία

Η λέξη "estresante" προέρχεται από το ισπανικό ουσιαστικό "estrés", που σημαίνει "στρες", και χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που προκαλεί ή σχετίζεται με αυτό.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - agobiante (γονιμοποιητικός) - preocupante (ανησυχητικός)

Αντώνυμα: - relajante (χαλαρωτικός) - tranquilizador (ηρεμιστικός)



23-07-2024