Η λέξη "estresante" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "estresante" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /es.tɾeˈsan.te/.
Η λέξη "estresante" χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις, γεγονότα ή άτομα που προκαλούν άγχος ή στρες. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με συχνότητα που είναι αρκετά υψηλή σε καθημερινές συζητήσεις σχετικά με την υγεία και την ευεξία.
Αυτή η κατάσταση είναι πολύ αγχωτική για μένα.
El trabajo puede ser estresante a veces.
Η λέξη "estresante" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στα Ισπανικά. Μερικές από αυτές είναι:
Να ζεις σε ένα αγχωτικό περιβάλλον.
Las expectativas son estresantes.
Οι προσδοκίες είναι αγχωτικές.
Un trabajo estresante puede afectar tu salud.
Ένα αγχωτικό δουλειά μπορεί να επηρεάσει την υγεία σου.
Es importante aprender a manejar situaciones estresantes.
Είναι σημαντικό να μάθεις να διαχειρίζεσαι αγχωτικές καταστάσεις.
Un estilo de vida estresante puede ser perjudicial.
Η λέξη "estresante" προέρχεται από το ισπανικό ουσιαστικό "estrés", που σημαίνει "στρες", και χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που προκαλεί ή σχετίζεται με αυτό.
Συνώνυμα: - agobiante (γονιμοποιητικός) - preocupante (ανησυχητικός)
Αντώνυμα: - relajante (χαλαρωτικός) - tranquilizador (ηρεμιστικός)