estribo: ουσιαστικό (m), δηλαδή είναι ένα αρσενικό ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [esˈtɾi.βo]
Η λέξη estribo χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα στήριγμα ή ποδόματρο σε διάφορους τομείς, όπως στην ιππασία, όπου το estribo είναι το στήριγμα για το πόδι του αναβάτη. Στην αρχιτεκτονική, μπορεί να αναφέρεται σε υποστηρικτική δομή. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται το ίδιο συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Το στήριγμα της σαμάνας είναι πολύ σημαντικό για τη σταθερότητα του ιππέα.
El carpintero instaló un estribo en la estructura del techo.
Η λέξη estribo χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις:
Να δώσεις στήριγμα σε κάποιον. (Να βοηθήσεις κάποιον.)
Estar a estribo de.
Να είσαι στη στήριξη για κάτι. (Να είσαι σε θέση να υποστηρίξεις κάτι.)
Subir al estribo.
Πάντα είμαι εκεί για να δώσω στήριγμα στους φίλους μου όταν το χρειάζονται.
Ella está a estribo de organizar el evento, solo necesita más tiempo.
Αυτή είναι στη στήριξη της οργάνωσης της εκδήλωσης, χρειάζεται μόνο περισσότερο χρόνο.
Cuando él comienza a dudar, siempre le digo que suba al estribo y siga adelante.
Η λέξη estribo προέρχεται από το αρχαίο Ισπανικό estirbo, που σχετίζεται με την έννοια της στήριξης ή στήριγμα για τα πόδια.
Συνώνυμα: στήριγμα, ποδοστήριγμα, υποστήριξη.
Αντώνυμα: αδυναμία, έλλειψη στήριξης.