Η λέξη "estricto" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "estricto" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /esˈtɾik.to/.
Η λέξη "estricto" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι αυστηρός, απαιτητικός ή που ακολουθεί αυστηρούς κανόνες. Στη γλώσσα των Ισπανών, η χρήση της "estricto" είναι συχνή και εμφανίζεται σε διάφορα πλαίσια, όπως σε νομικά, εκπαιδευτικά ή ιατρικά συμφραζόμενα. Χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο στο γραπτό κείμενο, αλλά και στον προφορικό λόγο συνήθως όταν γίνεται αναφορά σε κανόνες ή κανονισμούς.
Ο καθηγητής είναι πολύ αυστηρός με την παράδοση των εργασιών.
Las normas de seguridad son estrictas en el hospital.
Οι κανόνες ασφαλείας είναι αυστηροί στο νοσοκομείο.
Tienen un control estricto sobre el uso de medicamentos.
Η λέξη "estricto" εμφανίζεται επίσης σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
Esta frase se utiliza para referirse a la disciplina personal. (Αυτή η φράση χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στην προσωπική πειθαρχία.)
Reglas estrictas.
En el contexto educativo, se habla de reglas estrictas para mantener el orden. (Στο εκπαιδευτικό πλαίσιο, μιλάμε για αυστηρούς κανόνες για να διατηρηθεί η τάξη.)
Mantener un control estricto.
Esto es común en instituciones donde la seguridad es primordial. (Αυτό είναι κοινό σε ιδρύματα όπου η ασφάλεια είναι πρωταρχικής σημασίας.)
Disciplinar de manera estricta.
Η λέξη "estricto" προέρχεται από το λατινικό "strictus", που σημαίνει "σφιχτός" ή "προσεκτικός".