Η λέξη "estridencia" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Фωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): /es.tɾiˈðen.sja/
Η λέξη "estridencia" αναφέρεται σε μια κατάσταση ή χαρακτηριστικό που σχετίζεται με έντονο ή δυσάρεστο ήχο. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει φωνές ή ήχους που είναι πολύ δυνατοί, ενοχλητικοί ή κοφτοί. Στα Ισπανικά, η λέξη αυτή χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί μεγαλύτερη συχνότητα στην αναφορά σε συγκεκριμένες καταστάσεις στις επικοινωνίες.
La estridencia de la sirena me despertó esta mañana.
(Η κραυγή της σειρήνας με ξύπνησε σήμερα το πρωί.)
Su voz tiene una estridencia que resulta difícil de soportar.
(Η φωνή της έχει μια κραυγή που είναι δύσκολο να αντέξω.)
Η λέξη "estridencia" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
"No aguanto la estridencia de este grupo de música."
(Δεν αντέχω την κραυγή αυτού του μουσικού συγκροτήματος.)
"Hablar con estridencia a veces puede minimizar tus argumentos."
(Το να μιλάς με κραυγή μπορεί μερικές φορές να μειώσει τα επιχειρήματά σου.)
"La estridencia en el debate hizo que muchos se distrajeran."
(Η κραυγή στην συζήτηση έκανε πολλούς να αποσπαστούν.)
"Prefiero discursos con más sutileza que con estridencia."
(Προτιμώ λόγους με περισσότερη λεπτότητα παρά με κραυγή.)
Η λέξη "estridencia" προέρχεται από το λατινικό "stridens", που σημαίνει "κραυγή" ή "θόρυβος". Η ρίζα της σχετίζεται με την έννοια του δυνατού ή εκρηκτικού ήχου.