estropajo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

estropajo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Estropajo είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /es.tɾoˈpa.xo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη estropajo αναφέρεται σε ένα είδος σφουγγαριού ή καθαριστικού εργαλείου που χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση ρύπων ή δύσκολων λεκέδων από επιφάνειες, όπως πιάτα ή μαγειρικά σκεύη. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται κυρίως σε οικιακό πλαίσιο είτε προφορικά είτε γραπτά. Η χρήση της είναι συχνή στην καθημερινότητα, ειδικά στα νοικοκυριά.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Hoy necesito comprar estropajo para lavar los platos.
  2. Σήμερα χρειάζομαι να αγοράσω σφουγγάρι για να πλύνω τα πιάτα.

  3. No olvides usar estropajo para quitar la grasa de la sartén.

  4. Μην ξεχάσεις να χρησιμοποιήσεις το σφουγγάρι για να αφαιρέσεις το λάδι από το τηγάνι.

  5. El estropajo es muy útil en la cocina.

  6. Το σφουγγάρι είναι πολύ χρήσιμο στην κουζίνα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη estropajo δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, αλλά υπάρχουν μερικές φράσεις που την ενσωματώνουν:

  1. Estar como un estropajo.
  2. (Να είσαι σαν σφουγγάρι.) - Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που μπορεί να φαίνεται ατημέλητος ή σε κακή κατάσταση.
  3. Ελληνικά: Να είσαι σε κακή κατάσταση.

  4. Hacer algo con mucha energía, como si estuvieras fregando con un estropajo.

  5. (Να κάνεις κάτι με πολλή ενέργεια, σαν να πλένεις με σφουγγάρι.) - Συχνά αναφέρεται σε κάποιον που είναι πολύ δραστήριος ή παθιασμένος με αυτό που κάνει.
  6. Ελληνικά: Να κάνεις κάτι με ενέργεια.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη estropajo προέρχεται πιθανόν από το παλαιοϊσπανικό "estropajo", που σημαίνει "σφουγγάρι" ή "καθαριστικό εργαλείο". Η ρίζα της μπορεί να σχετίζεται με τη λέξη "estropa", η οποία χρησιμοποιείται για την περιγραφή υλικών ή ινών.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Sostenedor - Esponja (εξαρτάται από την περιοχή)

Αντώνυμα: - Limpiar (να καθαρίσεις) - Desinfectar (να απολυμάνεις)



23-07-2024