Estropajo είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /es.tɾoˈpa.xo/
Η λέξη estropajo αναφέρεται σε ένα είδος σφουγγαριού ή καθαριστικού εργαλείου που χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση ρύπων ή δύσκολων λεκέδων από επιφάνειες, όπως πιάτα ή μαγειρικά σκεύη. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται κυρίως σε οικιακό πλαίσιο είτε προφορικά είτε γραπτά. Η χρήση της είναι συχνή στην καθημερινότητα, ειδικά στα νοικοκυριά.
Σήμερα χρειάζομαι να αγοράσω σφουγγάρι για να πλύνω τα πιάτα.
No olvides usar estropajo para quitar la grasa de la sartén.
Μην ξεχάσεις να χρησιμοποιήσεις το σφουγγάρι για να αφαιρέσεις το λάδι από το τηγάνι.
El estropajo es muy útil en la cocina.
Η λέξη estropajo δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, αλλά υπάρχουν μερικές φράσεις που την ενσωματώνουν:
Ελληνικά: Να είσαι σε κακή κατάσταση.
Hacer algo con mucha energía, como si estuvieras fregando con un estropajo.
Η λέξη estropajo προέρχεται πιθανόν από το παλαιοϊσπανικό "estropajo", που σημαίνει "σφουγγάρι" ή "καθαριστικό εργαλείο". Η ρίζα της μπορεί να σχετίζεται με τη λέξη "estropa", η οποία χρησιμοποιείται για την περιγραφή υλικών ή ινών.
Συνώνυμα: - Sostenedor - Esponja (εξαρτάται από την περιοχή)
Αντώνυμα: - Limpiar (να καθαρίσεις) - Desinfectar (να απολυμάνεις)